Λάμπρος Κωνσταντάρας: Οι σπουδές με το ζόρι, η σχέση με την Καλουτά, οι γάμοι, ο εγκλεισμός, τα εγκεφαλικά κι ο θάνατος
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο κορυφαίος ηθοποιός του παλιού ελληνικού κινηματογράφου, γεννήθηκε πριν από 110 χρόνια, στις 13 Μαρτίου 1913.
Μπορεί να υπηρέτησε το σανίδι για 40 χρόνια, καταφέροντας ανάμεσα στα γυρίσματα των περίπου 80 ταινιών που έκανε, να εμφανιστεί και σε τουλάχιστον 190 έργα.
Παντρεύτηκε δυο φορές και απέκτησε έναν γιο, αλλά από τις ερωτικές του σχέσεις, η πιο γνωστή ήταν εκείνη με την Άννα Καλουτά, που εξελίχθηκε σε μία καλλονή και σε κορυφαία πρωταγωνίστρια του μουσικού θεάτρου.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας γεννήθηκε στο Κολωνάκι από γονείς με καταγωγή την Κωνσταντινούπολη και ρίζες από τη Σινώπη του Πόντου, ενώ είχε δυο αδελφές, την Αλεξάνδρα και την Μήτση, επίσης ηθοποιό, που έπαιξε σε δεκάδες ταινίες δίπλα του.
Από μικρός λάτρευε τον αθλητισμό και κυρίως το ποδόσφαιρο, παίζοντας, μάλιστα, στη β’ ομάδα της ΑΕΚ ως τερματοφύλακας το 1930, ενώ αγωνίστηκε και στον στίβο.
Η οικογένειά του τού έκοψε την μπάλα και τον έστειλε, με το ζόρι, στη Σχολή Υπαξιωματικών Ναυτικού στην Κέρκυρα, απ’ όπου δραπέτευσε κολυμπώντας.
Στη συνέχεια, πάλι, με το ζόρι, η οικογένειά του τον έστειλε στο Παρίσι να σπουδάσει χρυσοχόος, με σκοπό να αναλάβει στο μέλλον το χρυσοχοείο, που διατηρούσε στο κέντρο της Αθήνας, ο πατέρας του.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έκανε μία λαμπρή πορεία ως ηθοποιός
Θα εγκαταλείψει τις σπουδές του στο Παρίσι, για να βρεθεί κομπάρσος σε μια ταινία και εκεί να τον ανακαλύψει ο Γάλλος θεατράνθρωπος Λουί Ζουβέ, θα τον πάρει στη δραματική σχολή του, στην οποία ο Κωνσταντάρας θα αριστεύσει.
Πριν από αυτό, λόγω της ομορφιάς του, θα ποζάρει ως μοντέλο σε διαφημίσεις, μεταξύ των οποίων και του φημισμένου οίκου Καρτιέ, αλλά η μποέμικη ζωή στην Γαλλιά θα τερματιστεί και θα έρθει η ώρα της στρατιωτικής θητείας.
Θα βρεθεί στην πρώτη γραμμή του πολέμου με την Ιταλία το ’40 και θα τραυματιστεί σοβαρά στα βουνά της Αλβανίας, αλλά θα τον σώσει ο φίλος του Οδυσσέας Ελύτης, ενώ όταν επουλώθηκαν τα τραύματά του, ζήτησε να επιστρέψει στην πρώτη γραμμή.
Μπορεί να μην επέστρεψε στην πρώτη γραμμή και να τον κέρδισε η υποκριτική, με τις εμφανίσεις του στο θέατρο να μην περνούν απαρατήρητες και γρήγορα άρχισε να παίρνει πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Θα γίνει πασίγνωστος μέσα από τις ταινίες του, ξεκινώντας με το φιλμ του Φίνου «Το Τραγούδι του Χωρισμού» (1940), θα ακολουθήσει «Η Φωνή της Καρδιάς», την πρώτη επίσημη ταινία της Φίνος Φιλμ, καθώς και ακόμη δέκα ταινίες, παίζοντας ρόλους ζεν πρεμιέ, λόγω της ακαταμάχητης γοητείας του.
Το 1955, θα παίξει δίπλα στον Βασίλη Λογοθετίδη στην τολμηρή, για την εποχή της, ρομαντική κομεντί του Αλέκου Σακελλάριου «Ούτε Γάτα, Ούτε Ζημιά», στο ρόλο ενός ερωτοχτυπημένου δανδή, ενώ τον επόμενο χρόνο θα ντουμπλάρει την επιτυχία του στην έξοχη κωμωδία «Ο Ζηλιαρόγατος» και πάλι δίπλα στον Λογοθετίδη.
Το 1957 θα παίξει στο «Μαρία Πενταγιώτισσα», υποδυόμενος τον ερωτευμένο με την νεότατη Αλίκη Βουγιουκλάκη, ενώ τον επόμενο χρόνο θα μετατραπεί σε γοητευτικό ώριμο «ερωτιάρη» πατέρα, στην ταινία «Διακοπές στην Αίγινα» και πάλι μαζί με την Αλίκη.
Τη δεκαετία του ’60, ο τίτλος της ταινίας «Ένας Δον Ζουάν για Κλάματα», με τον Κωνσταντάρα να είναι πλέον ο μεσήλικας, που ακόμη το λέει η περδικούλα του, τα λέει όλα.
Με την κωμωδία «Η Λίζα και η Άλλη» και την εμβληματική ρομαντική κομεντί «Η Αλίκη στο Ναυτικό», θα πάρει το ρόλο του πατέρα της Βουγιουκλάκη, έναν χαρακτήρα που θα κρατήσει για χρόνια, είτε με την Αλίκη, είτε με την Τζένη Καρέζη.
Την Τζένη Καρέζη θα την πάει και στο αγαπημένο του γήπεδο, «στα Φιλαδέλφεια», να δει μαζί του την «ΑΕΚάρα» του και παραλίγο να παίξει ξύλο, γιατί η ηθοποιός δεν είχε καταλάβει ποια ομάδα έπρεπε να υποστηρίξει.
Άλλωστε, ο Λάμπρος Κωνσταντάρας έπαιζε και ξύλο για την ΑΕΚ, ενώ είχε πάντα ένα τρανζίστορ στα καμαρίνια για να ακούει τα παιχνίδια της. Μάλιστα, μερικές φορές αργούσε να βγει στη σκηνή για να ακούσει τα κατορθώματα του Νεστορίδη ή του Παπαϊωάννου, ενώ στον πρώτο του γάμο, είχε καθυστερήσει μία ώρα, γιατί άκουγε στο ραδιόφωνο αγώνα της Ένωσης!
Αξέχαστες θα μείνουν οι ερμηνείες του στις ταινίες «Η Βίλα των Οργίων, «Κάτι Κουρασμένα Παλικάρια», «Η Γυναίκα μου Τρελάθηκε», «Ο Στρίγκλος που Έγινε Αρνάκι».
Ταυτόχρονα, συνέχισε μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’60 να παίζει τους ρόλους του «μπαμπά» σε κωμωδίες, όπως «Τζένη, Τζένη», «Χτυποκάρδια στο Θρανίο», «Η Κόρη μου η Σοσιαλίστρια» κλπ.
Το 1965 θα γυρίσει την ταινία της ζωής του, ερμηνεύοντας μοναδικά τον Μαυρογιαλούρο. Πρόκειται για την κωμωδία «Υπάρχει και Φιλότιμο», του Σακελλάριου, από τις ελάχιστες του παλιού ελληνικού σινεμά που θίγουν το πολιτικό κατεστημένο της χώρας, επικρίνοντας τους πολιτικούς, που ζουν στον κόσμο τους, τους κομματάρχες και τα τρωκτικά που βρίσκονταν στα υπουργικά και πολιτικά γραφεία.
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, θα αντιμετωπίσει προβλήματα υγείας από το 1970 και συγκεκριμένα από τον διαβήτη, τον οποίο δεν πρόσεξε ποτέ. Το 1978 θα έχει ένα ελαφρύ εγκεφαλικό, έπειτα από μία διαβητική κρίση, με την υγεία του να βελτιώνεται, αλλά ποτέ δεν θα επανέλθει πλήρως.
Το 1981 κι ενώ δεν έχει αποκατασταθεί πλήρως η υγεία του, θα πρωταγωνιστήσει στην τελευταία του ταινία «Ο Λαμπρούκος Μπαλαντέρ», κάτι που θα τον ανανεώσει ψυχικά, θα ηχογραφήσει και έναν δίσκο σε τραγούδια του γιου του Δημήτρη, αλλά το 1983 θα τον κτυπήσει ακόμη ένα εγκεφαλικό επεισόδιο, το οποίο θα του στοιχίσει ακριβά, καθώς θα καθηλωθεί στο κρεβάτι και θα μιλά μόνο με τα μάτια. Ο ηθοποιός πέθανε στις 28 Ιουνίου του 1985.
Τα τελευταία δύσκολα χρόνια του Λάμπρου Κωνσταντάρα
Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας είχε ένα παράπονο, το οποίο και το εκμυστηρεύτηκε στην τελευταία του συνέντευξη στον Δημήτρη Λυμπερόπουλο, στις 5 Ιουνίου 1985, στο περιοδικό «Εικόνες», στη Βάρκιζα.
Η υγεία του ήταν πολύ επιβαρυμένη, δεν μιλούσε, έγραφε και κρατούσε σημειώσεις σε ένα μπλοκάκι, με τα δημοσιεύματα της εποχής τον αποκαλούσαν ο «έγκλειστος της Βάρκιζας».
Εδώ και δυο χρόνια ένας άνθρωπος μένει έγκλειστος στον ίδιο τον εαυτό του, που απομονωμένος σ΄ ένα διαμέρισμα στη Βάρκιζα, με τη γυναίκα του Φιλιώ, δεν θέλει να μιλήσει με κανένα. Αποφεύγει να διαβάσει εφημερίδα και να δει τηλεόραση και δεν μιλάει σε κανένα, παρά μόνο στη γυναίκα του Φιλιώ και στο γιό του Δημήτρη.
Οι κουβέντες του οι απαραίτητες, συνοδευόμενες από νοήματα… Ναί – Όχι – Νερό… Λέξεις συντήρησης. « Στο διάβολο » είναι η μόνη φράση που βγαίνει πεντακάθαρα από το στόμα του Λάμπρου Κωνσταντάρα και μετά γράφει στο χαρτί, με το αριστερό του χέρι «γιατί σε μένα;».
Μετά το τέλος της συνέντευξης, έγραψε στο χαρτί «ίσως να μη ξανασυναντηθούμε…».
Στο ημερολόγιό του, μεταξύ άλλων, έγραφε:
“…( μετά από μεγάλες λόρδες στο Παρίσι ) βρίσκω δουλειά ως φωτομοντέλο σε διαφημίσεις των «Πεζό» και «Φίλιπς» και κυρίως του μεγαλύτερου ράφτη του Παρισιού, του Κριντ κι΄άρχισα να κερδίζω χρήματα…
Έπαιρνα 200 φράγκα τη φωτογραφία κι΄έτσι μπόρεσα να ανανεώσω τη γκαρνταρόμπα μου και να γνωρίσω καλύτερο κόσμο του «Μον Παρνάς». Δεν θα ξεχάσω ένα βράδυ, που με μιά συντροφιά φίλων γνώρισα την Έντιθ Πιάφ. Τραγουδούσε στις αυλές των λαικών πολυκατοικιών, ήταν τύπος της γειτονιάς κι΄όλοι την φώναζαν «λα μομ Πιάφ», δηλαδή η μούμια Πιάφ…Εκείνο το βράδυ ο Ανρί Γκαρά, διάσημος τότε, της έδωσε ένα γερό φιλοδώρημα. Πριν λίγο καιρό, ενώ οι δίσκοι της Πιάφ πουλιόνταν σε όλο τον κόσμο, ο Γκαρά, ο μεγάλος γόης της εποχής του, αυτοκτονούσε πάμπτωχος και ξεχασμένος από τους πάντες…”.
Πηγή