Ο θαυματουργός Άγιος που απόψε θα σε ακούσει: Το βράδυ πριν κοιμηθείς, παρακάλεσέ τον και θα κάνει ότι ζητήσεις
Ακολουθεί μία εξομολόγηση από έναν άνθρωπο της εκκλησίας που μας υποδεικνύει ποιος Άγιος μπορεί να μας σώσει από το θάνατο.
Αυτή η διήγησις μου εξιστορήθη παρά του γέροντος Χριστοδούλου, ότε εύρισκόμην εις το εν Βουνώ αγροκήπιον[1], βοηθών συνάμα τον κηπουρόν αδελφόν Ιερόθεον, κατά την 12ην του μηνός Ιουνίου του 1944.
Ο γέρων Χριστόδουλος εξομολογείται
Ο Γέρων Χριστόδουλος αναμνησθείς τι γεγονός, επισυμβάν επί τουρκοκρατίας, κατά το 1910 περίπου, μου το διηγήθη εις δόξαν και τιμήν του Αγίου Ονουφρίου.
«Εγώ, μας λέγει, κατ΄ εκείνην την εποχήν νεώτερος ων, κατά την επιστασίαν του δάσους της Μονής και μίαν ήμέραν γυρίζοντας επάνω εις την Παναγίαν, ανταμωθήκαμεν με ένα Τούρκον, δασοφύλακα, δηλαδή κυβερνητικόν και, αφού επί ώρας εγυρίσαμεν και του έδειξα τα σύνορα της Μονής, εν τέλει κατεβήκαμεν εδώ να ξεκουρασθώμεν και να γευματίσωμεν. Με την περιοδείαν την οποίαν είχομεν ο Τούρκος εκουράσθη, ήταν και λίγο σωματώδης και, αφού κερασθήκαμεν· επήγαμεν εις την βρύσιν και ο Τούρκος ευχαριστηθείς και ευφρανθείς με το κρύο νερό της πηγής, έπιε και πάλιν, έπιε και εγώ δεν ξέρω πόσον.
Μου έλεγε: α! μασιαλά! μασιαλά! κρύο αυτό, καλό! και δός του πάλιν έπιεν. Δεν επέρασε πολλή ώρα και τον πιάνει ένας πόνος και φούσκωσε η κοιλιά και το φούσκωμα ανέβαινε προς το στήθος και άρχισε να φωνάζη και να κλαίη, ζητών βοήθειαν. Αλλά τι να τον κάμωμεν και ημείς δεν ηξέραμεν. «Ωχ, φώναζε, θα σκάσω, Θα σκάσω». Ω, πειρασμός πού μας συνέβη! Λέγω στον γέρο Ιωακείμ τον Κρητικόν, βέβαια τον θυμάσαι:
—Γέρο Ιωακείμ, θα πεθάνη και θα βρούμε τον μπελά μας.
—Έε, μου λέγει, λυπάσαι τον Τούρκο; Ας πεθάνη.
—Μα δεν είναι έτσι. Θα μας ενοχοποιήσουν θα μας κουβαλούν στη Σαλονίκη, και ποιος ξέρει τί έξοδα θα γίνουν στη Μονή.
—Έε! καλά μου λέγει· εδώ στο βουνό πού είμαστε, τί γιατρικά να του κάμωμεν; Ότι ξέρεις κάμε το. Εγώ δεν ανακατεύομαι, γιατί να πιή τόσο νερό; Για να σκάση;
Άγιος Ονούφριος: Ο Άγιος που έσωσε τον Τούρκο
Τέλος εν τη απελπισία μου, ενθυμήθηκα τον Άγιον Ονούφριον. Αυτός μόνον, λέγω, αν θελήση, θα τον σώση.
Ο Τούρκος ξαπλωμένος βογγά, κλαίει, τσιρίζει, ζητά βοήθειαν. Πηγαίνω εις την εικόνα του Αγίου και βάζω τρεις μετάνοιες: «Άγιε Ονούφριε, παρακαλώ σε, βοήθησέ μας, να μή βρούμε τον μπελά μας».
Παίρνω το σκεύος με τον Αγιασμόν, το βάζω εμπρός εις την εικόνα, ετράβηξα και ένα κομποσχοίνι με πίστη στον Άγιον, παρακαλώντας τον να μας συνδράμη. Παίρνω τον Τούρκον, τον πηγαίνω εις την εκκλησίαν και του δείχνω την εικόνα του Αγίου Ονουφρίου, προστάτου του αγροκηπίου και του λέγω: «Αυτός ο Άγιος είναι ο νοικοκύρης του σπιτιού. Μόνον αυτόν, αν τον παρακάλεσης με την καρδιά σου μπορεί να σε σώση να μή αποθάνης. Βάλε τρεις μετάνοιες και φίλησε του τους πόδας και να πιής απ΄ αυτό το νερό για να γίνης καλά».
Θέλοντας και μή υπό της ανάγκης βιαζόμενος και εκ του φόβου να μή αποθάνη έκαμε με όλη την ψυχή και την καρδίαν του τις μετάνοιες, του φίλησε τα πόδια, έπιε από τον Αγιασμόν και ύστερα του λέγω: «Μή φοβάσαι, ο Άγιος θα σε γιατρέψη· κάμε μία βόλτα έως την στέρνα να ξαλαφρώσης». Αυτός με άκουε με προσοχήν και με τελείαν πίστιν και, ω του θαύματος αδελφοί μου!
Αφού έκαμε την βόλτα, του είπα, εντός 10-15 λεπτών της ώρας γυρίζει χαρούμενος, τελείως υγιής, ο προ μικρού μισοπεθαμένος και με μεγάλην φωνήν και με πολλάς εδαφιαίας μετανοίας ευχαριστησε τον Άγιον διά την θεραπείαν και γιατρειάν, πού του έκαμεν».