Παύλος Σιδηρόπουλος: Ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας, ο χαμός της μητέρας του, η παράλυση και το τέλος από υπερβολική δόση
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος είδε το φως της ζωής στις 27 Ιουλίου 1948. Αγαπήθηκε πολύ εξαιτίας της ευαισθησίας, της ανθρωπιάς αλλά και των υπέροχων στίχων και τραγουδιών του.
Της: Έπη Τρίμη
Τα ζεστά βελούδινα μάτια του, οι ευαισθησίες, του, η ξεχωριστή φωνή αλλά και ο ασυμβίβαστος χαρακτήρας συνέθεσαν έναν άνθρωπο ξεχωριστό που μέχρι σήμερα αγαπιέται με πάθος, ενώ οι κάπως μεγαλύτεροι κατά καιρούς όταν παίζονται τραγούδια του νιώθουμε ένα ρίγος συγκίνησης.
Δυστυχώς, αν και είχε να προσφέρει πολλά τόσο μουσικά όσο και στην υπέροχη οικογένειά του και τους αγαπημένους ανθρώπους του έφυγε άδοξα από τη ζωή μόλις 42 ετών από υπερβολική δόση ηρωίνης. Ωστόσο η αδελφή του- με την οποία είχα στο παρελθόν την τιμή και τη χαρά να μιλήσω τηλεοπτικά μαζί της- κρατάει τη μνήμη του αδελφού της μέσα στην καρδιά της καθώς και όλη την παρακαταθήκη που άφησε ο αδελφός της. Άλλωστε ο ίδιος υπήρξε είδωλο μιας εποχής και αν και προερχόταν από αστική οικογένεια ήταν απλός, ευγενής και προσινής.
Συγκεκριμένα, ο πατέρας του Κώστας καταγόταν από μεγαλοαστική οικογένεια καπνεμπόρων του Πόντου και είχε τη βιοτεχνία παραγωγής χαρτιού ΕΛΦΩΤ, όμως πολιτικά ανήκε στην αριστερά. Από την πλευρά της μητέρας του, Τζένης, ήταν δισέγγονος του Αλέξη Ζορμπά και ανιψιός της πεζογράφου και παιδαγωγού Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη, λογοτέχνιδος και πρώτης συζύγου του συγγραφέα Νίκου Καζαντζάκη. Μέχρι τα έξι του χρόνια η οικογένειά του έμεινε στη Θεσσαλονίκη, στο σπίτι του παππού του, ενώ μετά τη γέννηση της αδερφής του Μελίνας η οικογένεια μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα, αρχικά στα Πατήσια και από το 1970 μέχρι το 1984 στην οδό Ιωάννου Δροσοπούλου της Κυψέλης.
Είχε μεγάλη καρδιά, ήταν ιδιαίτερα συναισθηματικός και ξέρουμε όλοι πως όταν ξεχειλίζεις από συναίσθημα οι δυσκολίες αλλά και ο ίδιος σου ο εαυτός δεν είναι πάντοτε καλός σύμβουλος. Μάλιστα, όπως μου είχε εξομολογηθεί η αδελφή του φρόντιζε φτωχούς και ταλαιπωρημένους ανθρώπους που χτυπούσαν το κουδούνι του σπιτιού τους.
Ο ίδιος, δεν είχε έπαρση ενώ είχε όλα τα φόντα και τους λόγους να το πράξει. Το ίδιο και η αδελφή του Μελίνα που στέκεται άγρυπνος φρουρός στον τάφο του και διαφυλάσσει την σπουδαία παρακαταθήκη του.
Η εγκατάλειψη των σπουδών και η φιλία με τον Βαγγέλη Γερμανό
Το 1967, πέρασε στο Μαθηματικό Τμήμα του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μάλιστα συγκατοίκησε με τον συμφοιτητή του Βαγγέλη Γερμανό. Την περίοδο εκείνη ο Σιδηρόπουλος έπαιζε κρουστά και μαζί με τον Γερμανό έπαιζαν συχνά μουσική. Παράλληλα, κυκλοφορούσε στη ροκ σκηνή της πόλης, παρακολουθώντας συχνά το συγκρότημα Μακεδονομάχοι, αλλά χωρίς να δίνει την εντύπωση πως θα ασχολούταν ενεργά με τη μουσική δημιουργία. Σε μια έντονα πολιτικοποιημένη περίοδο, λόγω της χούντας, ο Σιδηρόπουλος όπως αναφέρει η wilkipedia ένοιωθε απογοητευμένος από τις φοιτητικές οργανώσεις της εποχής, ενώ σταδιακά εγκατέλειψε τις σπουδές του ασχολούμενος αποκλειστικά με το τραγούδι.
Η καλλιτεχνική πορεία
Ο Παύλος Σιδηρόπουλος ήταν Έλληνας στιχουργός, συνθέτης, τραγουδιστής και ηθοποιός. Ξεκίνησε τη μουσική του καριέρα στο ντουέτο «Δάμων και Φιντίας» και συνεργάστηκε επίσης με τα «Μπουρμπούλια», καθώς και με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄80 συνεργάστηκε με το συγκρότημα Απροσάρμοστοι.
Θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους εκπρόσωπους της ελληνικής ροκ μουσικής σκηνής και το άλμπουμ του «Φλου» που συνηχογράφησε με το συγκρότημα «Σπυριδούλα» από τα χαρακτηριστικά ηχογραφήματα του είδους. Φυσικά, ακολούθησαν πολλές εξαιρετικές συνεργασίες και τραγούδια και θα θέλαμε σελίδες επί σελίδων για να κάνουμε αναφορά όπως τους αξίζει.
Το σύντομο πέρασμα από την υποκριτική
Η πρώτη επαφή του Σιδηρόπουλου με την υποκριτική είχε γίνει κατά τη διάρκεια των ζωντανών εμφανίσεων του με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, με τον ρόλο του να έχει αρκετά θεατρικά στοιχεία. Το καλοκαίρι του 1977 μέσω του Τόλη Μαστρόκαλου, μπασίστα των Σπυριδούλα γνωρίστηκε με τον σκηνοθέτη Ανδρέα Θωμόπουλο.
Ο Σιδηρόπουλος δέχθηκε να πρωταγωνιστήσει, παρά τις επιφυλάξεις του για το σενάριο, ενώ τραγουδούσε και όλα τα τραγούδια της ταινίας. Τα γυρίσματα έγιναν το 1977 και τη γενική επιμέλεια της μουσικής επένδυσης της ταινίας είχε ο συνθέτης ηλεκτρονικής μουσικής Γιώργος Θεοδωράκης, γιος του Μίκη. Ο τελευταίος έγραψε και ένα τραγούδι για την ταινία, το «Κάποτε θα ‘ρθουν» σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου. Τέσσερα τραγούδια για το σάουντρακ έγραψε και ο Θωμόπουλος, ανάμεσα τους τη μπαλάντα «Να μ’αγαπάς» το οποίο αρχικά δεν ακούστηκε ιδιαίτερα αλλά μετά το θάνατο του Σιδηρόπουλου έγινε πολύ δημοφιλές στο ραδιόφωνο και διασκευάστηκε από διάφορους καλλιτέχνες. Η ερμηνεία του Σιδηρόπουλου πήρε γενικά θετικές κριτικές όμως η ταινία είχε μια αδιάφορη πορεία τόσο στο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου του 1979 όσο και στις αίθουσες.
Στην καριέρα του ως ηθοποιού περιλαμβάνεται και μια τηλεοπτική εμφάνιση στο σήριαλ του Κώστα Φέρρη Οικογένεια Ζαρντή (ΕΡΤ, 1982) όπου υποδυόταν το ρόλο ενός οπιομανούς γαλλοθρεμμένου αστού των αρχών του 20ου αιώνα.
Το πρόβλημα υγείας, ο θάνατος της μητέρας του, η αντίστροφη μέτρηση και το τέλος
Το καλοκαίρι του 1990 άρχισε να παραλύει το αριστερό του χέρι. Οι γιατροί υπέθεταν πρόβλημα στα αγγεία, αλλά κανείς δεν ήξερε τι ακριβώς είχε. Η επίσημη διάγνωση ήταν «πάρεση βραχιόνιου αριστερού πλέγματος». Το πρόβλημα με την υγεία του και ο θάνατος της μητέρας του λίγους μήνες πριν, τον έκαναν ψυχολογικό ράκος. Το φθινόπωρο το συγκρότημα άρχισε τις συνηθισμένες του εμφανίσεις στο κλαμπ «Αν» όπου ο Σιδηρόπουλος εμφανιζόταν με το χέρι δεμένο. Έχοντας αρκετά νέα τραγούδια και μερικά παλιά ακυκλοφόρητα σε νέες ενορχηστρώσεις, άρχισαν να ηχογραφούν το υλικό αυτό, ενώ συγχρόνως είχαν προγραμματίσει σειρά ζωντανών εμφανίσεων για το Δεκέμβριο.
Στις 4 Δεκεμβρίου είχε πάει στο στούντιο για να ηχογραφήσει τα φωνητικά του δίσκου αλλά ήταν μεθυσμένος, διαπληκτίστηκε με τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος και έφυγε με μια φίλη του.
Το μεσημέρι της 6ης Δεκεμβρίου ο Σιδηρόπουλος βρέθηκε στο σπίτι της συντρόφου του Γιόλα Αναγνωστοπούλου (σ.σ. Γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου 1955 και πέθανε στις 15 Μαρτίου 2005) στο Νέο Κόσμο σε κωματώδη κατάσταση λόγω υπερβολικής δόσης ηρωίνης και λίγο μετά ξεψύχησε στο ασθενοφόρο καθοδόν προς το νοσοκομείο Ευαγγελισμός.
Ο έρωτάς της Γιόλα με τον Παύλο Σιδηρόπουλο εξελίσσεται στα χρόνια 1977-1980 κι ενώ ήταν φοιτήτρια στο Παρίσι (σπούδαζε Φιλοσοφία). Ο Παύλος την ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά και σύμφωνα με όλες τις μαρτυρίες, δεν κατόρθωσε ποτέ να την ξεπεράσει. Η σχέση τους έμοιαζε σαν ένα οδήγημα τρελό, πάνω από γκρεμό που οδήγησε στον θάνατο.
Το ολέθριο γεγονός πρέπει να έγινε γύρω στις 4 το πρωί. Η Γιόλα έντρομη αφήνει τις ώρες να κυλίσουν άσκοπα (σ.σ. ίσως να είχε σωθεί αν είχε δράσει ταχύτατα) όντας ήδη σε κώμα ο Παύλος. Έτσι, γύρω στις 11 ή 12 το μεσημέρι τηλεφώνησε στον Αλέκο Αράπη και ύστερα τον Βασίλη Πετρίδη, που της είπαν να καλέσει αμέσως ασθενοφόρο. Δυστυχώς, όταν έφτασε το ασθενοφόρο, ήταν ήδη ήταν μελανιασμένος και νεκρός.
Κηδεύτηκε στις 10 Δεκεμβρίου, στο κοιμητήριο του Κόκκινου Μύλου στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Η εκδοχή της αυτοκτονίας
Κηδεύτηκε στον Κόκκινο Μύλο. Ο Αλέκος Αράπης, μπασίστας των Απροσάρμοστων, έχει εκφράσει την υπόθεση πως ο Σιδηρόπουλος πήρε εσκεμμένα υπερβολική δόση με σκοπό να αυτοκτονήσει λόγω των προβλημάτων με το χέρι του, με βάση μια συζήτηση που είχαν λίγους μήνες πριν από το θάνατο του.
Πηγή