«Η πρώην σύζυγός μου ξαναπαντρεύτηκε έναν πλούσιο άντρα. Θέλω να σταματήσω να δίνω διατροφή γι’αυτήν και τα παιδιά μου»
Ένας χωρισμένος πατέρας ρωτάει μία δικηγόρο αν πρέπει να δίνει διατροφή στην πρώην σύζυγό του, η οποία έφτιαξε ξανά τη ζωή της και μάλιστα με έναν οικονομικά ευκατάστατο άνδρα.
Ο χωρισμένος πατέρας έχει κοινή επιμέλεια με την πρώην σύζυγό του
Όπως εξομολογείται ο χωρισμένος πατέρας: “Με την πρώην γυναίκα μου έχουμε χωρίσει κ έχουμε κοινή επιμέλεια.
Όσο ήταν μόνη της, της έδινα διατροφή γιατί είχε μικρό εισόδημα, παρόλο που τα παιδιά έμεναν εξ’ ημισείας σε μένα. Τώρα παντρεύτηκε και ο άντρας της είναι οικονομικά πολύ καλά.
Είμαι υποχρεωμένος να της δίνω ακόμα διατροφή;
(ο άντρας της δεν την αφήνει να δουλεύει)”.
Απαντώντας, η δικηγόρος, κυρία Κωνσταντίνα Αθανασίου, αναφέρει:
“Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1389 εδ. α, 1390 εδ. α, 1485, 1486, 1489 § 2 και 1493 Α. Κ, όπως ισχύουν μετά το Ν 1329/1983, συνάγεται ότι:
α) Τα ανήλικα τέκνα, έστω και αν διαθέτουν περιουσία, εφόσον τα εισοδήματά τους ή το προϊόν της εργασίας τους δεν επαρκεί για τη διατροφή τους, έχουν δικαίωμα διατροφής έναντι και των δύο γονέων τους, oι οποίοι είναι υποχρεωμένοι προς τούτο ανάλογα με τις δυνάμεις τους, β) το μέτρο της διατροφής προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες των ανηλίκων, όπως αυτές προκύπτουν από τις συνθήκες της ζωής τους και περιλαμβάνει όσα είναι αναγκαία για τη συντήρηση, τη διατροφή και την εκπαίδευσή τους, χωρίς όμως να ικανοποιούνται oι παράλογες αξιώσεις τους, ενώ για να καθορισθεί το τελικό ποσό της δικαιούμενης διατροφής, αξιολογούνται τα εισοδήματα των γονέων από οποιαδήποτε πηγή και στη συνέχεια προσδιορίζονται, οι ανάγκες των τέκνων.
Ο νέος προσδιοριστικός όρος των “συνθηκών της ζωής”, που αντικατέστησε τον παλαιότερο όρο (του παλαιού άρθρου 1484 Α.Κ.) της “κοινωνικής θέσης”, ανταποκρίνεται στο επίπεδο διαβίωσης, που προσήκει στο δικαιούχο, ανάλογα με την ηλικία του, την υγεία του, τις ικανότητες ή κλίσεις του, την εκπαίδευσή του κ.λπ., οι συνθήκες δε αυτές του δικαιούχου θα προσδιορίσουν το ύψος της διατροφής, που του οφείλεται, η οποία θα μειώνεται κάτω από το επίπεδο διαβίωσης αν οι δυνατότητες του υπόχρεου είναι περιορισμένες και δεν επαρκούν. Ειδικότερα, για τον καθορισμό του οφειλομένου από κάθε γονέα ποσού της διατροφής του τέκνου, γίνεται αναγωγή στις οικονομικές δυνάμεις των δύο γονέων, από τις οποίες προκύπτει η αναλογική επιβάρυνση του καθενός.
Οι δυνάμεις του κάθε γονέα λειτουργούν αφενός ως κριτήριο προσδιοριστικό του ύψους της συνεισφοράς, που οφείλει και αφετέρου ως μέσο εκπλήρωσης της οφειλομένης συνεισφοράς. Η υποχρέωση και το ύψος της συνεισφοράς του κάθε γονέα καθορίζεται κατά το λόγο των δικών του δυνάμεων προς το άθροισμα των δυνάμεων και των δύο (ΕφΔωδ 154/2005 ό.π.). Κρίσιμος χρόνος για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της διατροφικής αξίωσης και τον προσδιορισμό της έκτασης και του ύψους της διατροφής είναι ο χρόνος συζήτησης της σχετικής αγωγής (ΑΠ 22/1989 ΕΕΝ 1989/927).
Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι από τις προαναφερθείσες διατάξεις, συνδυαζόμενες και με εκείνη του άρθρου 288 Α.Κ., προκύπτει πως οι οικονομικές δυνατότητες των γονέων του ανηλίκου προς συνεισφορά στη διατροφή του συναρτώνται και προς τη δυνατότητά τους να αποκτήσουν εισόδημα από εργασία ανάλογη προς τα προσόντα και τις δεξιότητές τους, την οποία εργασία, κατά τις αρχές της καλής πίστης, οφείλουν να αναζητήσουν και, ανάλογα με την κατάσταση της αγοράς εργασίας, μπορούν να εύρουν για να απασχοληθούν επικερδώς. Εφόσον λοιπόν ο γονέας, αν και μπορούσε να εύρει ανάλογη εργασία, παραλείπει να πράξει τούτο κατά τρόπο αντίθετο προς την καλή πίστη, θα τύχει, κατά τον προσδιορισμό της συμμετοχής του στη διατροφή του ανηλίκου, μεταχείρισης ανάλογης με το αν είχε πραγματικά το εισόδημα από την εργασία αυτή (ΑΠ 1016/2019 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).
Συμπερασματικά, παρόλο που στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι γνωστό εάν υπάρχει δικαστική απόφαση ή συμφωνητικό, η υποχρέωση διατροφής δεν επηρεάζεται από τα εισοδήματα του συζύγου της μητέρας, διότι ο τελευταίος δεν είναι υπόχρεος προς διατροφή (ίσως επηρεάσει τη δική της συμμετοχή, εφόσον δεν έχει πολλά έξοδα).
Επιπλέον, η μη απασχόληση της συζύγου για λόγους, που δεν αφορούν στην ικανότητα της προς εργασία, δεν μπορεί να επιβαρύνει το δικό σας μερίδιο συνεισφοράς σε περίπτωση έγερσης ενδεχόμενης αγωγής διατροφής/ μεταρρύθμισης απόφασης διατροφής”.
Κωνσταντίνα Αθανασίου
Δικηγόρος
Πατησίων 154, Αθήνα
Τ.Κ 11257
Τηλ: 210 – 8675160
Κινητό: 6944 620176
Fax: 210 – 8676521
Email: [email protected]
Web: http://avlawyers.gr/