Τάκης Βαμβακίδης: «Είδα να του κόβοuν τη γλώσσα, ούρλιαξα κι έφυγα -Τον έφεραν λιπόθυμο σε κώμα, ήπιε βενζίνη»
Στο «Κόκκινο Ποτάμι» του Μανούσου Μανουσάκη και την πιο δύσκολη σκηνή για τον ίδιο, αναφέρθηκε ο γνωστός ηθοποιός, Τάκης Βαμβακίδης, σε εφ’ όλης της ύλης συνέντευξη που παραχώρησε στην εφημερίδας ΟnTime.
«Τα όνειρά μου ήταν να ακουστεί η φωνή μου μια φορά από ένα ραδιόφωνο, να ανέβω σε μια σκηνή της Αθήνας να με δουν 32 άνθρωποι και μια εφημερίδα συνοικιακή να γράψει το όνομά μου. Και ξαφνικά αυτά τα όνειρα που έκανα «σαρώθηκαν» από πολύ μεγαλύτερα, από τα τεράστια θεία δώρα που μου έδωσε η ζωή», είπε ο Τάκης Βαμβακίδης μιλώντας για την πορεία του στην υποκριτική.
«Στο θέατρο το κορυφαίο για την ψυχή μου είναι το «Ωχ, τα νεφρά μου» του Μπάμπη Τσικληρόπουλου και ο «Πλούτος» του Αριστοφάνη, ενώ τηλεοπτικά είναι το «βουνό», τα… Ιμαλάια και το Έβερεστ μαζί, το «Κόκκινο Ποτάμι», όπου έπαιξα τον βουλευτή του Πόντου, Γεώργιο Παυλίδη, έχοντας παιδιά μου τον Αργύρη Πανταζάρα και τον Ιωάννη Παπαζήση», σημειώνει ο γνωστός ηθοποιός.
«Με αυτόν τον ρόλο έζησα το χωριό μου, την ψυχή μου, τον παππού μου, τους 353.000 αθάνατους νεκρούς μας. Είναι σαν να τους ευχαρίστησα, σαν να τους ζωντάνεψα. Μια γυναίκα στα Γιαννιτσά έπεσε με αναφιλητά στην αγκαλιά μου και μου είπε: σε ευχαριστώ που έζησα μέσα από το Κόκκινο Ποτάμι τον πατέρα μου και τον παππού μου που δεν γνώρισα», συμπληρώνει ο Τάκης Βαμβακίδης.
Ποια ήταν η πιο δύσκολη σκηνή στην οποία έκλαψες;
«Ευτυχώς, δεν ήμουν εγώ σε αυτή τη σκηνή, γιατί αν ήμουν, δεν θα το άντεχα. Στο γύρισμα όπου 5 Τούρκοι πατάνε κάτω τον Ανέστη (Δημήτρης Τοπαλίδης) και με έναν σκουριασμένο σουγιά του κόβουν τη γλώσσα – συγκλονιστική σκηνοθεσία του Μανούσου Μανουσάκη», περιγράφει ο Τάκης Βαμβακίδης.
«Μόλις είδα τη σκηνή, ούρλιαξα και έφυγα μέσα στα βουνά και με ψάχνανε. Κι άλλη δύσκολη σκηνή ήταν, όταν στο 18ο επεισόδιο, από τη μεγάλη δυστυχία με εγκατέλειψαν οι δυνάμεις μου και πέθανα. Εκεί συγκινήθηκα, γιατί ένιωθα ότι μαζί μου πεθαίνουν ξανά ο παππούς και ο πατέρας μου. Όταν έκλεισα τα μάτια μου δραματουργικά λέγοντας «τώρα πεθαίνω» και σταμάτησα για λίγο την ανάσα μου, ούρλιαζα μέσα μου», προσθέτει ο ηθοποιός.
Μου είπες ότι οι γονείς σου δούλευαν σκληρά για να σας μεγαλώσουν;
Πολύ. Δεν μου φεύγει από τη μνήμη ένα περιστατικό όταν ήμουν μικρός. Ο πατέρας μου δούλευε στα χωράφια στην περιοχή Μπάρα, έσκαβε τη γη με την τσάπα και τα χέρια του για να κάνουν παραπήγαδα και να τοποθετήσουν βαθύτερα μέσα στο έδαφος τη σωλήνα γιατί δεν έβγαζε νερό για να ποτίσει το τριφύλλι και τον καπνό. Μέσα στον καύσωνα με τον κασμά και την τσάπα που έσκαβε ο πατέρας μου, η κούρασή του ήταν μεγάλη κι αντί να πάρει το μπιτόνι με το νερό να πιει, πήρε κατά λάθος το μπιτόνι με τη βενζίνη και ήπιε!
Λιποθύμησε, τον φέρανε στο χωριό -ήμουν περίπου έξι χρονών τότε-, εγώ και η αδερφούλα μου στεκόμασταν στη βεράντα και είδαμε που τον έφεραν στα χέρια λιπόθυμο. Ήταν σε κώμα. Θυμάμαι τη σκηνή που τον κρατούσαν ψηλά τέσσερις εργάτες και ουρλιάζαμε εγώ και η αδερφούλα μου γιατί νομίζαμε ότι είχε πεθάνει! (η φωνή του «σπάει» και δακρύζει). Ευτυχώς του έκαναν πλύση στομάχου και τον έσωσαν οι γιατροί.
Πηγή