Τσιμέντωσε τη σύζυγό του στο πάρκο: Καθηγητής σκότωσε τη μάνα των παιδιών του, αφέθηκε ελεύθερος 7 χρόνια μετά

January 19, 2024

Τσιμέντωσε τη σύζυγό του στο πάρκο: Καθηγητής σκότωσε τη μάνα των παιδιών του, αφέθηκε ελεύθερος 7 χρόνια μετά


Διαφ.

Δολοφονία Παναγιώτας Μαζαράκη: Πρόκειται για την 36χρονη μητέρα που ο σύζυγός της σκότωσε και τσιμέντωσε το πτώμα της σε πάρκο δίπλα στο σπίτι τους, στη Φιλοθέη, τον Σεπτέμβριο του 2008.

Η υπόθεση της δολοφονίας είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο, όταν αποκαλύφθηκε, τον Σεπτέμβριο του 2008. Ο σύζυγος της άτυχης Παναγιώτας, μητέρας δύο παιδιών, μετά από πολυήμερες έρευνες ομολόγησε ότι την σκότωσε και έθαψε το πτώμα της σε πάρκο δίπλα στο σπίτι τους, στη Φιλοθέη.

Ο μουσικός Γιάννης Κατσιλάμπρος είχε καταδικαστεί σε 20 χρόνια κάθειρξη, αλλά το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου και αποφυλακίστηκε στα επτά χρόνια.

Η γνωριμία

Το θύμα, η Παναγιώτα Μαζαράκη είχε από μικρή δείξει την ιδιαίτερη κλίση της στη μουσική. Μεγαλώνοντας, άρχισε να ασχολείται όλο και περισσότερο με τη μουσική, ώσπου κάποια στιγμή το παίρνει απόφαση να ασχοληθεί επαγγελματικά και αποκλειστικά μόνο με αυτή. Οι πρώτες διακρίσεις δεν άργησαν να έρθουν, δείχνοντας ότι είχε πάρει τη σωστή απόφαση για την καριέρα της.

Στη διαδρομή θα γνωρίσει και τον μέλλοντα δολοφόνο της, καθηγητή μουσικής, ο οποίος επίσης θεωρείται εξαιρετικό ταλέντο από τους ομότεχνούς του. Θα παντρευτούν, θα αποκτήσουν μαζί δύο παιδιά, αλλά τα πράγματα σύντομα θα αλλάξουν. Εντάσεις, διαφωνίες, άγριοι τσακωμοί, διαταράσσουν τη γαλήνη του ζευγαριού. Και τον Σεπτέμβριο του 2008, ο Ιωάννης Κατσιλάμπρος, καθηγητής μουσικής του 1ου δημοτικού σχολείου στο Αρσάκειο Εκάλης, θα δώσει τέλος στη ζωή της γυναίκας του.

Έπλυνε το πτώμα της, το έθαψε και το τσιμέντωσε

Σύμφωνα με όσα είπε αργότερα στην απολογία του, ο Κατσιλάμπρος έπειτα από έναν ακόμη καβγά τους, χτύπησε με ένα σίδερο τη σύζυγό του στο κεφάλι και στη συνέχεια, αφού εκείνη έπεσε νεκρή στο πάτωμα, της έβγαλε τα ρούχα που ήταν μέσα στο αίμα, έπλυνε το πτώμα της στην μπανιέρα και το τύλιξε με δύο σακούλες και ένα σεντόνι. Δοκίμασε να το θάψει, αρχικά στο φρεάτιο του ασανσέρ και μετά κάτω από το σπίτι του σκύλου τους. Για άγνωστο λόγο, δεν τα κατάφερε.

Τελικά έβαλε το πτώμα της στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου και το πέταξε σε κάδο σκουπιδιών στην Παιανία, αλλά λίγες ώρες αργότερα επέστρεψε, πήρε ξανά τη σορό και την μετέφερε δίπλα στο σπίτι τους, στο πάρκο Πικιώνη, όπου την έθαψε και σκέπασε τον αυτοσχέδιο τάφο με τσιμέντο και πέτρες.

Στη συνέχεια ειδοποίησε την πεθερά του. Της είπε ότι η κόρη της είχε φύγει απ’ το σπίτι, ότι είχε εξαφανιστεί, και για μέρες έπαιζε τον ρόλο του συντετριμμένου συζύγου. Απευθύνθηκε ακόμη και σε ιδιωτικό ντετέκτιβ, προκειμένου να αναζητήσει τη δήθεν εξαφανισμένη σύζυγό του.

Το τηλεφώνημα όμως ενός γείτονά του στην αστυνομία και η αινιγματική του προτροπή να ψάξουν περισσότερο προς τη μεριά του δήθεν στεναχωρημένου συζύγου, έφερε την αστυνομία στα πόδια του. Οκτώ ημέρες μετά τη δολοφονία, θα παραδεχόταν τα πάντα.

Στο δικαστήριο είχε πει: «Δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου, τον μισώ, δεν αντέχω που τον βλέπω στον καθρέφτη». Υποστήριξε επιπλέον ότι η σύζυγος του αμφισβήτησε την πατρότητα της κόρης τους, γεγονός που τον έκανε να θολώσει.

«Με έθιξε, έθιξε τον ανδρισμό μου»

«Με έθιξε, έθιξε τον ανδρισμό μου. Τώρα, εκ των υστέρων, καταλαβαίνω πως το είπε για να με τρελάνει», είχε πει σημειώνοντας ότι εκείνη τον είχε απειλήσει με μαχαίρι: «Πήρε από το συρτάρι της κουζίνας το μαχαίρι και μου επιτέθηκε, εγώ έφυγα, ανέβηκα πάνω και μπήκα στο υπνοδωμάτιο, εκείνη με ακολούθησε φωνάζοντας “θα σε σκοτώσω”. Τότε πήρα το σίδερο και τη χτύπησα στο κεφάλι. Αμέσως σηκώθηκε και μου είπε τι έκανες ρε μ…κα, θα σε κλείσω για πάντα στη φυλακή. Τότε τη χτύπησα με δύναμη, με γροθιά στο στήθος. Εκείνη έπεσε κι έμεινε ακίνητη. Προσπάθησα να τη συνεφέρω αλλά μάταια. Μόλις κατάλαβα τι είχε συμβεί με έπιασε πανικός. Η πρώτη σκέψη μου ήταν να αυτοκτονήσω. Μετά όμως σκέφτηκα να αποκρύψω το γεγονός, μήπως και κατορθώσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου».

Να σημειώσουμε ότι το βράδυ της δολοφονίας, τα δύο τους παιδιά, 15 μηνών και 5 χρονών αντίστοιχα, βρίσκονταν στο σπίτι της γιαγιάς τους.

Στη συνέχεια στο δικαστήριο είχε περιγράψει τις προσπάθειες που έκανε να κρύψει το πτώμα της συζύγου του αποδίδοντας τις κινήσεις του αυτές σε πανικό.

«Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Αποφάσισα να κρύψω το πτώμα για να μπορέσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου»

«Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ. Αποφάσισα να κρύψω το πτώμα για να μπορέσω να μεγαλώσω τα παιδιά μου. Δεν σκεφτόμουν λογικά. Το ένα ψέμα έφερε το άλλο. Το μεγάλο μου λάθος ήταν ότι δεν έφυγα από την αρχή του καυγά. Μετά ήταν τέτοια η αλληλουχία των γεγονότων, ήταν ο βρασμός, που δεν μπόρεσα να φύγω και να μην συμβεί το μοιραίο». Σύμφωνα με όσα είχε πει στους δικαστές, η σύζυγός του του μιλούσε άσχημα, τον μείωνε συνεχώς και έφτανε σε σημείο να χειροδικεί σε βάρος του, ακόμη και μπροστά στα παιδιά τους.

Πρωτόδικα, η έδρα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας τον έκρινε ομόφωνα ένοχο χωρίς να του αναγνωρίσει ελαφρυντικά.

«Έκρυψε το πτώμα, το πέταξε, το ξεγύμνωσε, το έθαψε και το τσιμέντωσε χωρίς ίχνος αγάπης και συμπόνοιας» θα πει ο εισαγγελέας από έδρας, κρίνοντας ότι «σκότωσε τη σύζυγό του από πρόθεση, ενώ βρισκόταν σε ήρεμη ψυχική κατάσταση τόσο κατά τη λήψη της απόφασης για τη δολοφονία της όσο και κατά την εκτέλεσή της». Αμίλητος εκείνος, σχεδόν ανέκφραστος, αποδέχτηκε την ετυμηγορία των δικαστών.

Στην έφεση, ο εισαγγελέας θα πει:

«Ο κατηγορούμενος είχε αποφασίσει να σκοτώσει την Παναγιώτα εκ των προτέρων. Δεν υπήρξε ο έντονος καυγάς όπως υποστηρίζει. Έφαγε μαζί της, την άφησε να ξαπλώσει κι όταν εκείνη κοιμήθηκε τη χτύπησε με το σίδερο στο πρόσωπο. Βλέποντας ότι ήταν ακόμη ζωντανή την έσυρε στο μπάνιο και την έπνιξε (…) ενήργησε με προμελετημένο δόλο και από πρόθεση τόσο κατά τη λήψη της απόφασης να σκοτώσει τη σύζυγό του όσο και κατά την εκτέλεση της πράξης».

Εντούτοις, τα ισόβια θα σπάσουν όπως είπαμε, και από το 2015 ο καθηγητής μουσικής θα ζει ελεύθερος. Ο δικηγόρος του είχε δηλώσει σχετικά:

«Ο εντολέας μου προσφάτως αποφυλακίσθηκε και πλέον βιώνει εκτός φυλακής τις συνέπειες της πράξης του. Σέβεται απολύτως τις ισορροπίες που δημιουργήθηκαν και με κανέναν τρόπο δεν θα επιδιώξει να προσεγγίσει τα παιδία του. Θα συνεχίσει να τους προσφέρει από μακριά, με την ελπίδα ότι ίσως στο μέλλον θελήσουν να τον συναντήσουν».


Πηγή

Διαβάστε επίσης: