«Μαμά, βάλε μου το φαγητό και έρχομαι…». Αυτή ήταν η τελευταία φράση στη μητέρα του

January 27, 2024

«Μαμά, βάλε μου το φαγητό και έρχομαι…». Αυτή ήταν η τελευταία φράση στη μητέρα του


Διαφ.

Συγκλονιστική η εξομολόγηση ψυχής των γονιών του 17χρονου «Τα μάτια του παιδιού μας βλέπουν το φως του ήλιου»

 

Ξημέρωνε του Αγίου Νικολάου, πριν από τέσσερα χρόνια ακριβώς. Μεγάλη εορτή. Ο περισσότερος κόσμος είχε αρχίσει σιγά-σιγά να μπαίνει στο κλίμα των Χριστουγέννων. Μουσικές, λαμπιόνια, εκδηλώσεις. Όμως, στο σπίτι της οικογένειας Κανάκη, τούτο το ξημέρωμα ήταν δύσκολο και σπαρακτικό. Κανείς δεν είχε κλείσει μάτι και ας ήταν τα βλέφαρα ασήκωτα από την αϋπνία και τον πόνο. Η πιο μεγάλη νύχτα! Μετά από 25 ημέρες στη ΜΕΘ του Βενιζελείου Νοσοκομείου, οι γονείς του 17χρονου Άγγελου Κανάκη, Μαρία και Κώστας, είχαν δώσει το πράσινο φως προκειμένου να χαρίσουν τα όργανα του πολυαγαπημένου τους παιδιού. «Πάρτε ό,τι είναι γερό, να μη το φάνε τα σκουλήκια» ήταν η χαρακτηριστική φράση του πατέρα προς τους γιατρούς.

Κυριακή απόγευμα της 20ης Νοεμβρίου η Μαρία Σηφάκη και ο Κώστας Κανάκης άνοιξαν στο Cretalive το σπίτι και την καρδιά τους, παρά το γεγονός ότι αυτές οι ημέρες είναι πιο δύσκολες από τις άλλες.

Ο Άγγελος τραυματίστηκε βαρύτατα σε τροχαίο, κοντά στο σπίτι του, στο Γάζι, στις 12 Νοεμβρίου του 2018. Θα έκανε μία μικρή βόλτα με το μηχανάκι του αδερφού του και θα επέστρεφε στο σπίτι. «Μαμά, βάλε μου το φαγητό και έρχομαι…». Αυτή ήταν η τελευταία φράση στη μητέρα του, στην αδυναμία της ζωής του. Στις 6 Δεκεμβρίου δόθηκαν τα όργανα του και στις 7 Δεκεμβρίου κηδεύτηκε στο κοιμητήριο του Αγίου Νικολάου, στο Γάζι.

«Η δωρεά οργάνων είναι το πολυτιμότερο δώρο ζωής στον συνάνθρωπο και το καλύτερο μνημόσυνο στον άνθρωπο που έχεις χάσει. Δεν θέλει άλλο μνημόσυνο. Να φεύγει μία ζωή και να κερδίζουν ζωή πέντε, έξι, επτά συνάνθρωποι μας… Να μη διστάζετε. Και ο Θεός το θέλει. Το παιδί μας ζει… Γυρίζει κάπου εδώ τριγύρω..» μου είπαν εκείνο το Κυριακάτικο απόγευμα που τους επισκέφθηκα στο σπίτι τους.

Κάθονται ο ένας δίπλα στον άλλον, κοιτούν φωτογραφίες από τη βάπτιση του Άγγελου, από παιδικά πάρτι, με τα μεγαλύτερα αδέρφια του, τον Νίκο και τον Μανόλη, σε μία Χριστουγεννιάτικη Φάτνη. Δακρύζουν, γελούν, θυμούνται τα πειράγματα του, το γάργαρο γέλιο του…

Η Μαρία Σηφάκη πιστεύει τώρα πια ότι ήταν προδιαγεγραμμένο να φύγει νωρίς ο Άγγελος της… Κινδύνευσε να τον χάσει ακόμα και στην κοιλιά της αλλά και μετέπειτα, αφού γεννήθηκε με παλινδρόμηση. Ήταν μόλις 2,5 μηνών όταν υποβλήθηκε σε επέμβαση. Οι γιατροί στα νοσοκομεία του Ηρακλείου το είχαν ξεγράψει το παιδί. «Δεν έχει καμία ελπίδα…» ξεκαθάρισαν στους γονείς, οι οποίοι το πήραν άρον-άρον και το πήγαν στο Παίδων, στην Αθήνα. «Και τους ευχαριστούμε πάρα πολύ διότι μας βοήθησαν, μας υποστήριξαν και μας έβγαλαν από το σκοτάδι.. Αυτό το παιδί σας είπαν ότι θα πεθάνει; Αυτό θα γίνει δύο μέτρα παλικάρι» τους διαβεβαίωσε ο γιατρός εκεί. Και πράγματι, ο Άγγελος έγινε δύο μέτρα παλικάρι.

Από 12-13 ετών, όταν δεν πήγαινε σχολείο, δούλευε πάντα στο μεροκάματο. Ήταν οικογένεια βιοπαλαιστών. Εργαζόταν μόνο ο πατέρας και ο μικρός ήθελε να βοηθάει. Και όταν χρειάστηκε να δουλέψει και η μητέρα ως καθαρίστρια για να συνεισφέρει οικονομικά, ο Βενιαμίν της οικογένειας δεν το δέχθηκε με τίποτα. Το είχε πάρει κατάκαρδα. «Δεν δέχομαι να είμαστε τέσσερις άνδρες και να δουλεύει η μάνα μας. Τώρα στοπ» της είχε πει ορθά-κοφτά.

Ήταν νέος «παλιάς κοπής» και ιδιαίτερα αγαπητός στη γειτονιά αφού πάντα προσφερόταν να βοηθήσει, ακόμα και ανθρώπους τους οποίους δε γνώριζε.

Η μοιραία ημέρα

Ήταν Δευτέρα, 12 Νοεμβρίου 2018. Το σχολείο του Άγγελου, το 6ο ΕΠΑΛ, είχε κατάληψη. Θα έκαναν μία εκδρομή. Επέστρεψε νωρίς στο σπίτι, δεν είχε τι να κάνει και άρχισε να ασχολείται με το μηχανάκι του αδερφού του που ήταν παρκαρισμένο από κάτω. Το έπλυνε, το γυάλιζε, το έφτιαχνε… Έκοβε το μυαλό και έπιαναν τα χέρια του. Του άρεσε να γίνει ηλεκτρολόγος-ηλεκτρονικός.

Γύρω στη 1.15 το μεσημέρι ενημέρωσε τη μητέρα του ότι θα πήγαινε με το μηχανάκι να πάρει καφέ στο θείο του και θα επέστρεφε. «Μην αργήσεις» του φώναξε. Δεν είχε κλειδί και εκείνη ήθελε να φύγει. Θα του άφηνε το φαγητό στο τραπέζι.

Η ώρα περνούσε και ο Άγγελος παρέμενε άφαντος. «Ξεχάστηκε;» αναρωτήθηκε η μητέρα. Στις 2 παρά 20 τηλεφώνησε ο μεσαίος γιος και τη ρώτησε αν είχε επιστρέψει ο μικρός επειδή δεν είχε δίπλωμα και η αστυνομία «έγραφε».

Στις 2 παρά δέκα ήταν η σειρά του μεγάλου γιου να τηλεφωνήσει. «Μαμά, ο μικρός χτύπησε στο Τσαλικάκι, μόνο έλα».

Η Μαρία Σηφάκη δεν είχε ακόμα αντιληφθεί τη σοβαρότητα της κατάστασης. Στο επόμενο λεπτό το τηλέφωνο χτύπησε ξανά. Ήταν και πάλι ο μεγάλος γιος της. «Μαμά ακόμα στο σπίτι είσαι;».

Όπως περιγράφει, ούτε και η ίδια θυμάται πώς έφθασε στο σημείο. Είδε τον κόσμο μαζεμένο. «Ο μεγάλος είχε λιποθυμήσει και τον είχαν συνεφέρει οι άνθρωποι. Μόλις μπήκα στο ασθενοφόρο, λέω τελείωσε. Βγήκα έξω και τα δάχτυλα μου τα είχα καρφώσει στο πρόσωπο μου. Ούρλιαζα. Τελείωσε ο Άγγελος μας».

Καθ’ οδόν για το Βενιζέλειο ενημερώθηκαν και τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας. Όλοι σε άθλια κατάσταση. Λιποθυμική.

Ο Άγγελος με τα αδέρφια του, σε παιδική ηλικία

Οι γονείς περιγράφουν ότι μόλις οι γιατροί έβαλαν το παιδί στον αξονικό τομογράφο και είδαν ότι έχει πάθει αποκόλληση ο εγκέφαλος, τους ξεκαθάρισαν ότι δεν υπάρχει ελπίδα. Όμως εκείνοι αρνούνταν να το δεχθούν. «Μας είπαν αμέσως για τη δωρεά οργάνων. Εμείς με το φτωχό μας το μυαλό, ελπίζαμε. Λέγαμε «υπάρχει Θεός». Διαβεβαιώναμε τους ανθρώπους ότι το παιδί κάθε μέρα βελτιώνεται. Από μόνοι μας το λέγαμε και οι γιατροί μας κοιτούσαν καλά-καλά».

Όπως εξομολογείται η Μαρία Σηφάκη, για να μπορέσει να σταθεί στα πόδια της, μιλούσε όλη τη μέρα στο τηλέφωνο με τον πνευματικό της. «Γνωριζόμαστε πάνω από 20 χρόνια και ήξερε καλά και το παιδί.

Ο άνθρωπος μιλούσε μεταφορικά αλλά εμείς δεν καταλαβαίναμε… Μας έλεγε ότι η Παναγία το φροντίζει, η Παναγία κάνει ό,τι μπορεί… Τι μπορούσε να σου πει.. Όταν σου λέει ο ίδιος ο γιατρός ότι υπάρχει αποκόλληση του εγκεφάλου και δεν υπάρχει καμία ελπίδα. «Με κλειστά τα μάτια» μας είχε πει για τη δωρεά.

Απλά εμείς είχαμε ανάγκη να πιαστούμε από κάπου διότι δεν μπορούσαμε να δεχθούμε ότι αυτό το πλάσμα, με την τόση ζωντάνια και την τόση ευθύτητα, έφυγε από τη ζωή. Δεν ήταν δυνατόν να μη το ξαναδούμε, να μην το ξανακούσουμε… Είναι δυνατόν; Υπάρχει Θεός;

Παλεύω τόσα χρόνια να το κρατήσω στη ζωή, με τόσα εμπόδια και έφθασε 17 ετών για να μου το πάρει; Γιατί δεν τον πήρε στην κοιλιά μου, μόνο με άφησε να τον κάνω 17 ετών, ολόκληρο παλικάρι.

Κατάλαβα όμως ότι ήρθε στη ζωή μας και μας έδωσε χαρές, μαθήματα αγάπης και συγχώρεσης».

Η μεγάλη απόφαση

Οι μέρες περνούσαν και δυστυχώς τα πρώτα σημάδια σηψαιμίας είχαν αρχίσει. Όμως η μητέρα δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει. Είχε ακόμα πλήρη άρνηση. «Έμπαινα στην Εντατική με φυσιολογικό όρο και κολόνια να καθαρίσω το παιδί μου γιατί δεν το καθαρίζανε… «Δεν το καθαρίζετε το παιδί μου γι’ αυτό μυρίζει» και με κοιτούσαν οι κοπέλες καλά-καλά. Και ο γιος μου μύριζε από τη σηψαιμία».

Όπως εξομολογείται είχε φθάσει στο σημείο να τους πει: «μπορείτε να το φτιάξετε και ας είναι φυτό. Να το έχω εγώ σπίτι, να το βλέπω… Πού φθάνει του ανθρώπου το μυαλό όταν δε θέλει να δεχθεί κάτι», λέει κουνώντας το κεφάλι της.

Την 20η μέρα επισκέφθηκαν το παιδί στη ΜΕΘ για μία ακόμα φορά οι παππούδες του. Και το ταρακούνημα ήταν μεγάλο.
«Ο πατέρας μου και η συγχωρημένη η μαμά μου-δεν άντεξε και έφυγε τον ίδιο χρόνο-μπήκαν μέσα στην Εντατική και γυρίζει η μάνα μου και μου λέει: άνθρωπος είσαι ή σκύλος; Δεν βλέπεις μωρέ ότι το παιδί έχει φύγει και κάθεσαι και του κάνουν πειράματα; Τόσο πολύ το μισείς; Ξύπνα! Το παιδί έχει τελειώσει…». Η γιαγιά έπαιξε μία στην πόρτα και έφυγε.

Τότε πια και αφού έγινε και το δεύτερο εγκεφαλικό τεστ, όπως προβλέπει το πρωτόκολλο, οι γονείς αμέσως έδωσαν την έγκριση τους να προχωρήσει η διαδικασία.

Το μοιρολόι του αποχαιρετισμού

Υπέγραψαν το πρωί της 5ης Δεκεμβρίου. Το ίδιο απόγευμα η μητέρα πήγε ξανά στο νοσοκομείο για να αποχαιρετίσει το σπλάχνο της. «Ξαναπήγα νωρίς το απόγευμα μαζί με φίλες, συγγενείς, το νονό του… Μείναμε για δύο-τρεις ώρες για μοιρολόι δυνατό. Μας ζήτησαν να φύγουμε κατά τις 8 το βράδυ. Η διαδικασία ξεκίνησε στις 3 τα ξημερώματα, του Αγίου Νικολάου, και ολοκληρώθηκε στις 7 το πρωί. Στις 7 Δεκεμβρίου μετέφεραν για ένα δίωρο τη σορό στο σπίτι μας. Τους διαμήνυσα ότι όποιος σύρει φωνή ή κλάψει, θα φύγει από το σπίτι. Ο Άγγελος αγαπούσε το γέλιο και δεν ήθελε να κλαίμε».

«Νιώθω ότι μας προσέχει ο Άγγελος από ‘κει που είναι»

Η κ. Μαρία πιστεύει ακράδαντα ότι ο Άγγελος της είναι πλέον ο άγγελος που τους προσέχει και τους προστατεύει από ‘κει που είναι.

Το παιδί τής φανερώθηκε, όπως περιγράφει, σε μία δύσκολη στιγμή. «Πριν λίγο καιρό είχα ξαπλώσει να κοιμηθώ και άκουσα την καρδιά να πεταρίζει πολύ έντονα… Δεν μπορούσα να ανασάνω, να βγάλω φωνή… Εκείνη την ώρα τον βλέπω, είδα την σκιά του και εγώ σε άλλο χρόνο, σε άλλη διάσταση… Και του λέω παιδί μου να κάτσω πιο μέσα γιατί θα πέσεις από το κρεβάτι.. Και νιώθω το χέρι του στο στήθος και στην πλάτη και με σηκώνει όρθια και παίρνω αναπνοή… Και βγαίνω έξω και του λέω «Κώστα, το παιδί μας απόψε ήρθε και εγώ θα πέθαινα στο κρεβάτι… δεν κοιμηθήκαμε εκείνο το βράδυ… πήγαμε δύο μέρες μετά στον καρδιολόγο και μου είπε ότι έχω καρδιακή ανεπάρκεια…».

Αποκαλύπτει ακόμα ότι το παιδί τους έχει δώσει όνειρα και μηνύματα ότι είναι πολύ καλά. «Στα 40 τον ονειρεύτηκε ο μεγάλος μου γιος. Γελούσε, λέει, με την καρδιά του.

-Εμείς μουγκρίζουμε που δεν σε βλέπουμε και εσύ γελάς;

-Εσείς δεν έχετε μυαλό. Ξέρετε πώς περνάω εγώ; Σαν βασιλιάς…Να μην κλαίτε και να μην στεναχωριέστε και θέλω αδερφέ μου ό,τι έχετε στο μυαλό σας με τον Μανόλη, να το συνεχίσετε…».

Ο κ. Κώστας και η κ. Μαρία δε μετανιώνουν δευτερόλεπτο για την απόφαση τους. Νιώθουν ηθική ικανοποίηση. Θα ήταν μεγάλη τους χαρά, όπως εξομολογούνται, να συναντούσαν κάποια στιγμή τους λήπτες, εφόσον θα το επιθυμούσαν και οι ίδιοι.

Είναι μεγάλη παρηγοριά ότι τα μάτια του παιδιού τους βλέπουν το φως του ήλιου και δεν έχουν βυθιστεί για πάντα στο σκοτάδι. «Εγώ τουλάχιστον την ημέρα που υπογράψαμε, λέει η μητέρα, άφησα αυτή την επιθυμία: αν ο άνθρωπος που πήρε τα μάτια του, αν το θέλει, να έρθει να μας συναντήσει κάποια στιγμή. Γιατί έβλεπα τα μάτια του και έπαιρνα δύναμη… Τον κοίταζα στα μάτια και έπαιρνα δύναμη.

Τα παιδιά που φεύγουν νωρίς από τη ζωή, αφήνουν πολύ έντονο το αποτύπωμα τους…».

Υ.Γ. δύο πράγματα με παρακάλεσαν οι γονείς στο τέλος να γράψω:

– όταν συμβαίνουν τέτοιες απώλειες, η Πολιτεία θα πρέπει να στηρίζει τις οικογένειες με ψυχολόγους. Κάποιοι δεν ξέρουν πώς να κινηθούν, χαμένοι στον πόνο και στην συντριβή, μπορεί να μην έχουν και την οικονομική μπόρεση.

-το δεύτερο σχετίζεται με το δικαστικό και άχαρο κομμάτι αυτών των υποθέσεων και τις αλλεπάλληλες αναβολές που έχουν ως αποτέλεσμα οι οικογένειες να ζουν ξανά και ξανά αυτές τις ψυχοφθόρες καταστάσεις.

πηγή : cretalive.gr/ Δεκέμβριος 2022


Πηγή

Διαβάστε επίσης: