“Συγκατοικούμε 1 μήνα με τον σύντροφό μου & δεν αντέχω να κοιμάμαι στο ίδιο κρεβάτι μαζί του. Αλλιώς τα περίμενα”
Μήπως κι εσύ δεν κοιμάσαι καλά όταν μοιράζεσαι το ίδιο κρεβάτι με τον σύντροφό σου;
Η μαρτυρία μιας γυναίκας:
«Συγκατοικώ με τον σύντροφό μου εδώ και ακριβώς πέντε εβδομάδες και μία μέρα. Είναι εφιάλτης.
»Για χρόνια ονειρευόμουν να ζήσω με τον αγαπημένο μου. Προτού ακόμα αποκτήσω αγόρι.
»Υπήρχαν πολλοί λόγοι για αυτή την ανυπομονησία μου: καλά σερβίτσια, μια γραμμή άμυνας ανάμεσα σε εμένα που κοιμάμαι και τον δολοφόνο στο κατώφλι μου, κάποιον να μου μάθει πώς να χρησιμοποιώ το τηλεκοντρόλ, κάποιος να χρησιμοποιεί για εμένα το τηλεκοντρόλ…
»Αλλά κυρίως, ανυπομονούσα να μοιραστώ πράγματα με εκείνον.
»Δεν εννοώ τη ζωή μου, για την ακρίβεια – για αυτό, υπάρχουν οι γάμοι. Να μοιραστώ πράγματα: Στο μυαλό μου είχα την εικόνα ενός γεμάτου ψυγείου, με το γάλα μου να ακουμπάει στο δικό του.
»Δεν έβλεπα την ώρα που θα του έστελνα μήνυμα, λέγοντάς του ότι μας τελείωσε το χαρτί υγείας. Στην ίδια επικοινωνία, θα τον αποκαλούσα “μωρό μου”. Ποτέ δεν έχω χρησιμοποιήσει αυτό τον όρο, αλλά υποθέτω ότι όσοι ζουν μαζί και διαφωνούν για το ποιος χρησιμοποιεί περισσότερο χαρτί υγείας, τον χρησιμοποιούν.
»Και μετά υπάρχει το υπέρτατο μοιράζεσθαι – του κρεβατιού.
»Στο αθώο μου μυαλό, είχε πολλά πλεονεκτήματα. Πέρα από την προοπτική του σταθερού σεξ, για το οποίο δεν χρειάζεται να συζείς, με είχε συνεπάρει η ιδέα της ολονύκτιας συντροφικότητας.
»Σύμφωνα με τους “νοικοκυρεμένους” φίλους μου, το καλύτερο κομμάτι της συγκατοίκησης με το σύντροφό σου είναι το γεγονός πως ό,τι κι αν κάνετε στη διάρκεια της μέρας, όσο πολυάσχολοι κι να είστε, πάντα επιστρέφεις σπίτι στον αγαπημένο σου. Είναι τόσο καθησυχαστική η αίσθηση του ζεστού κορμιού του πλάι στο δικό σου, κάθε νύχτα, μου έλεγαν, γνωρίζοντας ότι είναι δίπλα μου, κοιμάμαι καλύτερα.
»Πολύ γλυκό εκ μέρους τους. Αλλά έλεγαν ψέματα.
»Μέχρι τη στιγμή που αρχίσαμε να συζούμε με το σύντροφό μου, είχαμε μια σχέση εξ αποστάσεως, στη διάρκεια της οποίας μόνο τα Σαββατοκύριακα μοιραζόμασταν το ίδιο κρεβάτι. Αχ, εκείνα τα υπέροχα Σαββατόβραδα. Πέφταμε για ύπνο μαζί και αγκαλιαζόμασταν συζητώντας για το ποιο άτριχο ζώο θα γινόταν καλύτερο κατοικίδιο: μια σαλαμάνδρα, ένα ιγκουάνα ή μια θαλάσσια χελώνα; Μήπως μια θαλάσσια χελώνα θα μπορούσε να φάει το κεφάλι ενός μωρού; Μέχρι που αποκοιμιόμασταν.
»Όταν ξημέρωνε, χουζουρεύαμε στο κρεβάτι όσο το επιθυμούσαν τα κορμιά μας, μετά σηκωνόμασταν αργά, με καμία ανησυχία στο μυαλό μας, πέρα από το αν υπήρχε τυρί στο ψυγείο για να φτιάξουμε σάντουιτς για πρωινό.
»Σε εκείνες τις αλκυονίδες μέρες, ο χρόνος δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. Τι θα πείραζε αν έπεφτα για ύπνο στις 2μιση το πρωί; Η επόμενη μέρα ήταν Κυριακή! Εξάλλου, είχα όλη την εβδομάδα μπροστά μου για να αναπληρώσω ύπνο.
»Θεωρούσα πραγματικά χαριτωμένο το γεγονός ότι δεν μπορούσε να αποκοιμηθεί παρά μόνο αν έπαιζαν, στο λάπτοπ δίπλα στο κομοδίνο του, παλιά επεισόδια της σειράς “30 Rock”. Χαιρόμουν ακούγοντάς τον να ροχαλίζει, γιατί αυτό σήμαινε ότι κοιμόταν βαθιά μετά από μία εβδομάδα σκληρής δουλειάς.
»Η επιθυμία του να διατηρεί το υπνοδωμάτιο σε μια θερμοκρασία ιδανική για καταψύκτη με κρέατα δεν με ενοχλούσε, κυρίως γιατί ποτέ δεν αντιμετώπιζα τη ζοφερή προοπτική να βγω από το βουνό των σκεπασμάτων του στις έξι το πρωί για να ετοιμαστώ για δουλειά. Τις καθημερινές, ξυπνούσα στο δικό μου κρεβάτι, στο ζεστό μου υπνοδωμάτιο, μετά από οκτώ ώρες ωραίου, αδιατάρακτου ύπνου.
»Όλα αυτά, μέχρι που μετακόμισα με το σύντροφό μου. Όπως αποδεικνύεται, η κυριακάτικη επιβίωση μετά από ένα σαββατόβραδο συγκοίμησης είναι πολύ πιο εύκολη από εκείνη της Τετάρτης. Τουλάχιστον αυτό συμβαίνει όταν ο συμβίος σου υποφέρει από αϋπνία και το σύνδρομο των ανήσυχων ποδιών, δεν σταματάει συνέχεια να τραβάει τα σεντόνια και είναι εθισμένος στην τηλεόραση.
»Φυσικά, κάθε ιστορία έχει δύο πλευρές. Αυτός θα σας έλεγε ότι είμαι ένας παρτάκιας στο κρεβάτι, που πέφτει ξερός για ύπνο και ότι βάζω ξυπνητήρι στις 5μιση το πρωί, πατάω το snooze τρεις φορές και συνεχίζω να κοιμάμαι μέχρι να ξυπνήσει εκείνος, την τέταρτη, και να με ξυπνήσει. Και δεν θα είχε άδικο.
»Θα σας έλεγε επίσης, ορθά, ότι βλέπω εφιάλτες, με αποτέλεσμα να βγάζω ενοχλητικούς ήχους σαν ζόμπι στον ύπνο μου, που όλο και δυναμώνουν, μέχρι που τον διαπερνούν και καταλήγει να είναι εκείνος που αρχίζει να ουρλιάζει, τρομοκρατημένος.
»Κανένας από εμάς δεν είναι εύκολος στον ύπνο.
»Η κατάληξη: Το περασμένο βράδυ της Κυριακής, εξαντλημένη από ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο ανησυχίας για το τι θα έκανα αν δεν κατάφερνα να αναπληρώσω ύπνο μέσα στην εβδομάδα, σύρθηκα στο κρεβάτι μου στις 10μιση, ελπίζοντας να αποκοιμηθώ προτού επιστρέψει σπίτι ο σύντροφός μου, που είχε πάει σε έναν φίλο να δουν τον αγώνα.
»Δεν είχα καμία τύχη. Δέκα λεπτά αφού είχα πέσει στο κρεβάτι, τρύπωσε εκείνος στο δωμάτιο. Προσπάθησε να κάνει ησυχία και να φορέσει τις πιτζάμες του χωρίς να ανάψει το φως, να ‘ναι καλά. Αλλά όταν ξάπλωσε στο κρεβάτι, άρχισαν τα προβλήματα. Τότε άρχισε να στριφογυρίζει. Κάθε βράδυ αλλάζει θέση δεκάδες φορές προτού, επιτέλους, αποκοιμηθεί.
»Μετά, περίπου επτά λεπτά αργότερα, ενώ ετοιμαζόμουν ξανά να αποκοιμηθώ, πάλι από την αρχή. Δεν ήταν μόνο το στρώμα που κουνιόταν, αλλά και τα σεντόνια και τα σκεπάσματα και, κυρίως, εγώ η ίδια.
»Να μοιράζεσαι ένα σπίτι, ένα κρεβάτι, όλες τις κινήσεις του σώματος του συντρόφου σου για πάντα, μέχρι το τέλος του χρόνου.
»Να ‘μαι λοιπόν, Κυριακή βράδυ, ξαπλωμένη στη δική μου πλευρά του κρεβατιού, να κοιτάω τον τοίχο, να κάνω ασκήσεις αναπνοής και να προσπαθώ να υπενθυμίσω στον εαυτό μου να είμαι καλή. Κι εκείνος έχει δικαίωμα να νιώθει άνετος. Κι εκείνος έχει ανάγκη από ύπνο.
»Μόνο που… δεν θα μπορούσε να είναι πιο συνεργάσιμος ενώ κοιμάται;
»Μετά τον τέταρτο κύκλο νευρικής αλλαγής θέσης, που ένιωσα στην άλλη πλευρά του κρεβατιού, άρχισα σιωπηρά να διαφωνώ με τον εαυτό μου. Πρέπει να διαλέγουμε τις μάχες μας; Μήπως να κοιμόμαστε σε διαφορετικά κρεβάτια; Ή να του ζητήσω να ηρεμήσει; Αυτές ήταν οι λέξεις που ήθελα να χρησιμοποιήσω: “Αγάπη μου, ηρέμησε, σε παρακαλώ. Είναι ώρα για ύπνο”. Τις απέρριψα συνειδητοποιώντας ότι ακουγόταν σαν να επέπληττα ένα παιδί.
»Τελικά, όταν δεν μπορούσα να αντέξω άλλο, γύρισα και του ζήτησα να σταματήσει να στριφογυρίζει, χωρίς το “σε παρακαλώ”.
»Όταν δεν απάντησε, τον έσπρωξα. Πιθανόν να είχε αποκοιμηθεί και εκείνη τη στιγμή να τον ξυπνούσα για να του πω να πέσει για ύπνο.
»”Με άκουσες; Σου είπα να σταματήσεις να στριφογυρίζεις”.
»Όχι βέβαια, δεν σε άκουσα. Αν σε είχα ακούσει, θα σου έλεγα να το βουλώσεις και να σταματήσεις να προσπαθείς να με αγκαλιάσεις ενώ κοιμάμαι.
»Δεν προσπαθούσα να τον αγκαλιάσω. Το σώμα μου τυχαία τον ακουμπούσε. Και τότε, είχα μια επιφοίτηση. Εκείνος ήταν ξαπλωμένος χωρίς να μιλάει, ενοχλημένος από την κρεβατομουρμούρα, αλλά δεν έλεγε τίποτα. Με άφηνε να το κάνω γιατί ενδιαφέρεται για τα συναισθήματά μου και με καταλαβαίνει.
»Κι αυτό με κάνει… μια αθεράπευτη γκρινιάρα.
»Το γεγονός ότι με ενοχλούν οι κινήσεις του στο κρεβάτι δεν έχει τόσο να κάνει με τις ίδιες τις κινήσεις όσο με το ανυπόμονο, εγωιστικό κομμάτι του εαυτού μου (που συνήθως κοιμάται, αλλά όταν ξυπνήσει, αλίμονο στο σύντροφό μου).
»Εδώ υπάρχει ένα πολύτιμο μάθημα: Όπως συμβαίνει με τις περισσότερες διαφωνίες ανάμεσα στα ζευγάρια, η ενόχληση δεν συνδέεται με αυτό που υποτίθεται ότι την προκάλεσε, αλλά με την προσπάθεια δύο διαφορετικές προσωπικότητες να μοιραστούν μία σχέση και δύο διαφορετικά κορμιά να μοιραστούν ένα διπλό κρεβάτι.
»Στην τελική, δεν θα ήθελα με κανέναν άλλο να τρώγομαι με τα ρούχα μου εκτός από τον τύπο με τον οποίο κοιμάμαι μαζί κάθε βράδυ. Αν σταματούσε το στριφογύρισμα, αυτό θα ήταν γιατί δεν θα υπήρχε πια δίπλα μου εκείνος και τα ανήσυχα άκρα του – κι αυτό θα ήταν για μένα ο μεγαλύτερος εφιάλτης».
Πηγή