Έσβησε ολομόναχος και πικραμένος ο αγαπημένος ηθοποιός – Αρραβωνιάστηκε 17 φορές αλλά καμιά δεν τον παντρεύτηκε
Ο Αλέκος Τζανετάκος, ένας από τους πιο χαρακτηριστικούς δευτεραγωνιστές του ελληνικού κινηματογράφου, ήταν γνωστός για τις αληθινές καρπαζιές που δεχόταν στις ταινίες και τις θεατρικές του παραστάσεις.
Η Ζωή του Αλέκου Τζανετάκου: Ένας Ήρωας της Κωμωδίας
Οι Σφαλιάρες που Έγραψαν Ιστορία
Με πρωτοφανές χιούμορ και αυτοσαρκασμό, είχε περιγράψει πώς οι σφαλιάρες του Λάμπρου Κωνσταντάρα έκαναν τον σβέρκο του να… κουδουνίζει. Παρά τις κακουχίες αυτές, ο ίδιος τις αντιμετώπιζε με γέλιο, συμβάλλοντας στη δημιουργία θρυλικών στιγμών στην ελληνική κωμωδία.
Οι καρπαζιές που έτρωγα βροχή στις ταινίες ήταν αληθινές, ο σβέρκος μου το ξέρει! Στην ταινία σφαλιάρες, το ίδιο και στο θέατρο, δύο παραστάσεις, έτρωγα ξύλο από τις έξι το πρωί μέχρι τη μία τη νύχτα. Κάποτε παίζαμε στο θέατρο με τον Λάμπρο τον Κωνσταντάρα, αυτόν τον πρίγκιπα του θεάτρου, που μου είχε κουδουνίσει το μυαλό με τη χερούκλα του… ενώ πρόσθεσε πως: Μα δεν μπορεί όλες οι σφαλιάρες να είναι κανονικές! Κανείς δε θ’ άντεχε τόσο ξύλο.
Η Δύσκολη Παιδική Ηλικία στα Μανιάτικα
Γεννημένος το 1937 στα Μανιάτικα του Πειραιά, ο Τζανετάκος μεγάλωσε σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, ως το μοναδικό αγόρι ανάμεσα σε πέντε παιδιά. Από μικρή ηλικία αναγκάστηκε να εργαστεί για να συνεισφέρει στην οικογένεια, κάνοντας χειρωνακτικές δουλειές όπως το καθάρισμα αυλών και πεζοδρομίων.
Ξεκίνησα να δουλεύω από πολύ μικρός, κάνοντας οποιαδήποτε δουλειά. Σφουγγαρίκι στις αυλές και στα πεζοδρόμια των πλουσίων. Δεν ντρεπόμουν, αλλά ποτέ δεν ζητιάνεψα….
Παρά τις δυσκολίες, διατήρησε την αξιοπρέπειά του και δεν κατέφυγε ποτέ στη ζητιανιά. Ανακαλώντας τη φτώχεια της παιδικής του ηλικίας, είχε πει πως Περιμέναμε πώς και πώς να έρθει η Κυριακή για να φάμε κρέας με μακαρόνια. Τις άλλες μέρες θυμάμαι τη μάνα μου να βρέχει μια μικρή φέτα ψωμί και να την πασπαλίζει με λίγη ζάχαρη.
Η Στροφή προς την Τέχνη
Η πορεία του προς την τέχνη ξεκίνησε από την έμπνευση που έλαβε από τις αδερφές του, γνωστές ως Τζάνετ Σίστερς, οι οποίες είχαν επιτύχει ως μουσικοχορευτικό ντουέτο. Ενώ οι δικές τους επιτυχίες τον ώθησαν προς την καλλιτεχνική σκηνή, ο ίδιος επέλεξε να ασχοληθεί με την υποκριτική. Σπούδασε στη Σχολή Θεάτρου Τέχνης του Καρόλου Κουν και αργότερα στην Κινηματογραφική Σχολή του Λυκούργου Σταυράκου, απ’ όπου αποφοίτησε με άριστα.
Από το Σανίδι στο Πανί
Η καριέρα του ξεκίνησε τη δεκαετία του 1950 με εμφανίσεις στο θέατρο, ενώ το 1956 έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο στην ταινία Η Αρπαγή της Περσεφόνης. Στη συνέχεια, καθιερώθηκε μέσα από σημαντικές συνεργασίες με θιάσους όπως εκείνοι του Αλέκου Σακελλάριου. Στα μέσα της δεκαετίας του 1960, υπέγραψε συμβόλαιο με τη Φίνος Φιλμ και συμμετείχε σε δημοφιλείς ταινίες όπως Ο Ηλίας του 16ου και Μερικοί το Προτιμούν Κρύο, αφήνοντας πίσω του την ανέχεια της παιδικής του ηλικίας.
Η Στενοχώρια για τη Μη Αναγνώριση
Παρότι συμμετείχε σε πολλές επιτυχίες, ο Τζανετάκος δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να πρωταγωνιστήσει σε παραγωγές της Φίνος Φιλμ, γεγονός που τον στενοχώρησε. Αργότερα, βρήκε μεγαλύτερη αναγνώριση στην εταιρεία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος και στον χώρο της βιντεοκασέτας, όπου κατάφερε να αναδειχθεί ως πρωταγωνιστής. Σημαντική ήταν και η συμβολή του στο θεατρικό έργο Ο Τρελός του Λούνα Παρκ, δίπλα στον Θανάση Βέγγο.
Ο Λύκος Μοναχικός και το Τέλος
Παρά την επαγγελματική του επιτυχία, ο Τζανετάκος αποτραβήχτηκε σταδιακά από τη δημοσιότητα, απογοητευμένος από το star system της εποχής. Ίδρυσε δικό του θίασο το 1985, ανεβάζοντας παραστάσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Παρέμεινε ανύπαντρος, παρά τους 17 αρραβώνες, και περνούσε τις νύχτες του σαν ένας μοναχικός λύκος, όπως έλεγε ο ίδιος. Είχε φιλοσοφήσει τη μοναξιά του, καταφέρνοντας να βρει εσωτερική ηρεμία.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε απομονωμένος, με την αγαπημένη του Lancia ως μοναδική συντροφιά. Πέθανε στις 11 Απριλίου 2010, καταβεβλημένος από προβλήματα υγείας, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας και τους φίλους που κάποτε τον περιέβαλαν.
Ένας Άνθρωπος που Άφησε Χαμόγελα
Ο Αλέκος Τζανετάκος έγραψε τη δική του ιστορία στον ελληνικό κινηματογράφο, όχι ως πρωταγωνιστής, αλλά ως ένας ταλαντούχος δευτεραγωνιστής που κατέκτησε την καρδιά του κοινού. Η μοναδική του κωμική παρουσία, ακόμα και σε μικρούς ρόλους, έδειξε ότι το πραγματικό ταλέντο δεν χρειάζεται όλη την οθόνη για να λάμψει.
Στην κηδεία της δεν πήγε κανένας: Το τραγικό τέλος της λατρεμένης μαμάς του ελληνικού κινηματογράφου
Ήταν από τις πιο συμπαθητικές παρουσίες του ελληνικού κινηματογράφου που έγινε γνωστή ως μητέρα του Κώστα Βουτσά.
Ο λόγος για την ηθοποιό Μαίρη Μεταξά, που γεννήθηκε στη Βόρεια Θράκη και μεγάλωσε σε μια μεγαλοαστική οικογένεια.
Μέχρι τα 40 της χρόνια δεν είχε εμφανιστεί ακόμη στον κινηματογράφο. Ο πρώτος της ρόλος ήρθε το 1958 στην ταινία Η κυρά μας η μαμή, όπου υποδύθηκε μια χωριάτισσα που πήγε το μωρό της για να το γιατρέψει η μαμή Γεωργία Βασιλειάδου.
Tα πρώτα χρόνια έπαιζε περιστασιακά στον κινηματογράφο. Ο άνθρωπος που απογείωσε την καριέρα της ήταν ο Δαλιανίδης, ο οποίος της έδωσε δεκάδες ρόλους στις ταινίες του που σημείωσαν τεράστια επιτυχία. Τότε, καθιερώθηκε κυρίως σε κωμικούς ρόλους, υποδυόμενη συχνά τη φωνακλού μητέρα του Βουτσά.
Τη δεκαετία του ’60 έπαιξε στις ταινίες Ο ξυπόλυτος πρίγκηψ, Νύχτα γάμου, 5 γυναίκες για έναν άνδρα, Γαμπρός απ’ το Λονδίνο, Η ωραία του κουρέα και Το ανθρωπάκι.
Το 1973 έκανε την τελευταία της εμφάνιση στον κινηματογράφο στην ταινία 20 γυναίκες κι εγώ. Τα επόμενα χρόνια ανέλαβε κάποιους ρόλους στην τηλεόραση και συμμετείχε στο σήριαλ Ο Ονειροπαρμένος (ΥΕΝΕΔ) και στη θρυλική σειρά Η γειτονιά μας.
Αργότερα, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει οριστικά την υποκριτική, καθώς αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας. Έπασχε από χρόνια αποφρακτική ανεπάρκεια, ενώ μέχρι το τέλος της ζωής ήταν κανίστρια. Τον Ιανουάριο του 1987, νοσηλεύτηκε εσπευσμένα στο Σισμανόγλειο με σοβαρά αναπνευστικά προβλήματα.
Στο πλευρό της ήταν μόνο ο κινηματογραφικός της γιος Κώστας Βουτσάς. Δεν είχε αποκτήσει παιδιά ούτε είχε παντρευτεί. Στις 10 Ιανουαρίου άφησε την τελευταία της πνοή μόνη και ξεχασμένη από τους συναδέλφους και τους συγγενείς της.
Στην κηδεία της στο Νεκροταφείου Ζωγράφου ελάχιστοι τη συνόδευσαν στην τελευταία της κατοικία. Ανάμεσα τους ο ηθοποιός Αρτέμης Μάτσας που στον επικήδειο είπε: Έφυγες τυλιγμένη στη μοναξιά. Αλλά ο θάνατος στην εποχή μας θέλει δημόσιες σχέσεις.
Πηγή