Μακελειό στην Ηλιούπολη: Η δoλoφονία της Ελένης και ο ρόλος του “εραστή” κουμπάρου που ξεψύχησε
Η Ελένη, μια όμορφη και ζωηρή γυναίκα, παντρεύτηκε τον Γρηγόρη, έναν εργατικό λατόμο, μετά από συνοικέσιο που διοργάνωσε ο θετός της πατέρας. Ο γάμος τους, που στόχευε στη σταθερότητα και την αποφυγή του “παραστρατήματος” της νεαρής κοπέλας, ξεκίνησε ελπιδοφόρα.
Η αρχή μιας ταραχώδους ζωής
Η Ελένη, παρά τις δύσκολες συνθήκες, ανέλαβε τον ρόλο της μητέρας και νοικοκυράς με την έλευση των δύο παιδιών τους. Ωστόσο, η οικονομική δυσχέρεια και οι αυξανόμενες οικογενειακές απαιτήσεις έφεραν εντάσεις στο ζευγάρι. Η απόφαση της Ελένης να εργαστεί ως νοσοκόμα, κόντρα στις επιθυμίες του Γρηγόρη και της οικογένειάς της, άνοιξε έναν νέο κύκλο ελευθερίας αλλά και απρόβλεπτων εξελίξεων.
Η Ελένη άρχισε να γκρινιάζει λέγοντας πως από την οικονομική ένδεια καταδικάστηκε «να περπατά μισόγυμνη». «Τι να γίνει, δουλεύω νύχτα μέρα. Τι να κάνω παραπάνω;» της έλεγε ο Γρηγόρης κι εκείνη απαντούσε πως θα μπορούσε να δουλέψει κι εκείνη για να βοηθήσει. «Όχι θα τα βολέψω εγώ. Δεν θέλω εσύ να πας πουθενά» απαντούσε ο Γρηγόρης, που στο τέλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να την αφήσει να δουλέψει.
Η είσοδος του Βασίλη και η καχυποψία
Μέσα από τη δουλειά της, η Ελένη γνωρίζει τον Βασίλη, τον οποίο συστήνει στον άνδρα της ως συνάδελφο και, μετέπειτα, κουμπάρο στο δεύτερο παιδί τους. Η παρουσία του Βασίλη στο σπίτι, αρχικά αποδεκτή και ανυποψίαστη, γίνεται πιο συχνή και παρατεταμένη. Ο Γρηγόρης, παρά την αγάπη του για τη γυναίκα του, αρχίζει να υποψιάζεται πως κάτι δεν πάει καλά. Οι επισκέψεις του κουμπάρου τις ώρες που εκείνος λείπει από το σπίτι και τα διακριτικά σημάδια οικειότητας ανάμεσα στον Βασίλη και την Ελένη εντείνουν τις υποψίες του, με τον ίδιο να εκφράζει τη δυσφορία του στους φίλους του.
«Δεν τον θέλω για νονό του παιδιού μας. Έχω άλλον καλύτερoν. Τι να τον κάνουμε αυτόν. Θέλουμε ένα νονό που να μπορεί να βοηθήσει μια μέρα και το παιδί μας» είπε στην Ελένη κι εκείνη απάντησε: «Μα τι είναι αυτά που λες; Δεν θα είσαι καλά να θες να προσβάλουμε τον άνθρωπο στα καλά καθούμενα. Άφησε τα αυτά τώρα και βλέπουμε αργότερα τι θα γίνει. Ξέρεις πως ο πατέρας μου δεν μπορεί να παίρνει τα παιδιά στο σπίτι και πρέπει να βρούμε μία υπηρέτρια».
Αυτός ήταν ο καημός της Ελένης που έβλεπε τη νέα γυναίκα του πατέρα της να δυσανασχετεί με την παρουσία των παιδιών της στο σπίτι τους. «Δεν είσαι καλά μου φαίνεται. Να κάτσεις και να μη δουλεύεις και να φροντίσεις τα παιδιά σου. Θα γυρίζεις έξω στους δρόμους για να δίνουμε τα λεφτά που θα βγάζεις την δούλα; Δεν είσαι καλά να φροντίζεις εσύ τα παιδιά σου και να αφήσεις τις δούλες» φώναζε ο Γρηγόρης.
Όμως, της είχε μεγάλη αδυναμία και με τα πολλά τον έπεισε να πάρουν υπηρέτρια. Το χρέος ανέλαβε η δεκατετράχρονη Βασιλική, η οποία το μεσημέρι περιοριζόταν με τα παιδιά μέσα στην κουζίνα, και άφηνε στο μοναδικό δωμάτιο του σπιτιού την Ελένη με τον κουμπάρο της. Ο Γρηγόρης μερικές φορές τους είχε βρει μαζί, όχι όμως η στάση που να προδίδει πως είχαν ερωτικές σχέσεις. «Τον βλέπω και αναστατώνονται τα άντερα μου, να δω πότε θα κρατήσουν τα νεύρα μου. Βαστώ, βαστώ μα ως πότε; Μου φαίνεται πως μια μέρα το κακό θα γίνει μ’ αυτό το μάσκαρα που θέλει να μου διαλύσει το σπίτι μου. Ξέρεις δεν είναι καλός άνθρωπος, όπως έχω μάθει. Έχει διαλύσει τρία σπίτια και τώρα έβαλε στο μυαλό του να διαλύσει και το δικό μου. Μα δεν θα του το χαρίσω αυτό, θα μου το πληρώσει» έλεγε στους φίλους του ο Γρηγόρης.
Η μοιραία ημέρα και η φρικτή κατάληξη
Το πρωινό της 9ης Αυγούστου 1959, ο Γρηγόρης φεύγει νωρίς για την Αθήνα, αφήνοντας την Ελένη στο σπίτι. Η επιστροφή του, ωστόσο, γίνεται νωρίτερα από το αναμενόμενο, γύρω στη 1:30 το μεσημέρι. Μπαίνοντας στο σπίτι, έρχεται αντιμέτωπος με ένα σοκαριστικό θέαμα: την Ελένη και τον Βασίλη σε ερωτικές περιπτύξεις. Σε μια έκρηξη οργής, ο Γρηγόρης αρπάζει ένα μαχαίρι από την κουζίνα και τραυματίζει θανάσιμα την Ελένη στον λαιμό. Παρά την προσπάθειά της να φτάσει στο σπίτι του πατέρα της για βοήθεια, καταρρέει και πεθαίνει μέσα σε μια λίμνη αίματος.
Ο Γρηγόρης στρέφεται στη συνέχεια στον Βασίλη. Τον καταδιώκει στον δρόμο και, παρά τις προσπάθειες των γειτόνων να παρέμβουν, τον μαχαιρώνει επανειλημμένα. Ο Βασίλης αφήνει την τελευταία του πνοή, ενώ ο Γρηγόρης δηλώνει στους παρατηρητές πως εκδικήθηκε για τη διάλυση του σπιτικού του.
«Αυτό που είδα με έκανε να αναστατωθώ και να μη σκέφτομαι τι κάνω. Έχασα τα λογικά μου. Δε σκεφτόμουν παρά μονάχα πως να εκδικηθώ για την προσβολή που μου είχε γίνει. Την γυναίκα μου την αγαπούσα γι’ αυτό και έκανα τόσες υποχωρήσεις, μα την στιγμή εκείνη που την έβλεπα στην αγκαλιά ενός άλλου χάθηκαν όλα και αγάπη και παιδιά. Δεν έβλεπα παρά μόνο τον εαυτό μου που οι δύο αυτοί σιχαμένοι τον είχαν ξεκουρελιάσει και ήθελα να εκδικηθώ. Να τους ξεκάνω και τους δύο, ήθελα να τους τιμωρήσω για ότι μου είχαν κάνει».
Η δίκη και οι αντικρουόμενες μαρτυρίες
Κατά τη δίκη που ακολούθησε, παρουσιάστηκαν αντιφατικές καταθέσεις, σκιαγραφώντας μια περίπλοκη εικόνα. Η δεκατετράχρονη υπηρέτρια του σπιτιού αρνήθηκε την ύπαρξη παράνομου δεσμού μεταξύ Ελένης και Βασίλη, περιγράφοντας την καθημερινότητά τους ως φιλική και καθόλα φυσιολογική.
«Καθόντουσαν ήσυχοι. Δεν τους είδα να είναι πιασμένοι από τα χέρια, όπως κάνουν εκείνοι που αγαπιούνται. Δεν φιλιόντουσαν, δεν κάνανε τίποτε άλλο, φίλοι ήσαν όπως λένε. Ο κύριος και η κυρία βρισκόντουσαν στο σπίτι όταν χτύπησε η πόρτα και φάνηκε ο κουμπάρος. Τον καλωσόρισαν και οι δύο και η κυρία μου είπε να πάω δίπλα στον πατέρα της να πάρω φακές και λάδι. Μα δεν είχα φτάσει καλά καλά στην πόρτα και την βλέπω να βγαίνει καταματωμένη, να τρέχει προς το μπακάλικο, να τρεκλίζει σε μια στιγμή, να πιάνεται από μια καρέκλα που ήταν απέξω και να πέφτει κάτω ξερή»
Ωστόσο, η αδελφή της Ελένης και η πρώην σύζυγος του θετού της πατέρα αποκάλυψαν σκοτεινές πτυχές της ζωής της, μιλώντας για εξωσυζυγικές σχέσεις και μια προβληματική οικογενειακή δυναμική.
Ο δικηγόρος της Ελένης ανέφερε ότι το ζευγάρι σκόπευε να χωρίσει, ενώ ισχυρίστηκε ότι η ίδια είχε πέσει θύμα κακοποίησης από τον Γρηγόρη, ο οποίος φέρεται να της είχε προτείνει να εκδίδεται. Τελικά, ο Γρηγόρης καταδικάστηκε σε 19 χρόνια κάθειρξη, καθώς του αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικά λόγω της συναισθηματικής του φόρτισης.
Ένα έγκλημα πάθους ή μια τραγωδία κοινωνικών πιέσεων;
Η ιστορία αυτή φέρνει στην επιφάνεια την πολυπλοκότητα των ανθρώπινων σχέσεων και την επιρροή των κοινωνικών στερεοτύπων της εποχής. Ο έρωτας, η ζήλια, οι κοινωνικές πιέσεις και οι οικονομικές δυσκολίες συνθέτουν το σκηνικό μιας τραγωδίας που συγκλόνισε την κοινή γνώμη. Η πράξη του Γρηγόρη, αν και αποτρόπαια, αναδεικνύει την ένταση που μπορούν να προκαλέσουν τα συναισθήματα όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε ακραίες συνθήκες πίεσης και συναισθηματικής αναταραχής.
Μαίρη Χρονοπούλου: Θρίλερ δίχως τέλος ο θάνατος της ηθοποιού: Τι συμβαίνει με τη διαθήκη – Υπόνοιες για Δολοφονία;
Η Μαίρη Χρονοπούλου έφυγε από τη ζωή πριν από ένα χρόνο, σε ηλικία 90 ετών, αλλά οι συνθήκες θανάτου της παραμένουν ανεξιχνίαστες, με τα σενάρια να κάνουν λόγο για δολοφονία.
Δολοφονία ο θάνατος της Μαίρης Χρονοπούλου;
Όπως αναφέρει ρεπορτάζ του Mega, οι συνθήκες του θανάτου της ηθοποιού φαίνεται πως παραμένουν αδιευκρίνιστες. Το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι αν η ηθοποιός έχασε τη ζωή της λόγω μιας μοιραίας πτώσης ή αν προηγήθηκε κάποιο θανατηφόρο τραύμα.
Ο δικηγόρος της οικογένειας, Δημήτρης Χατζημιχάλης, υπογράμμισε ότι η δικογραφία επέστρεψε στη ΓΑΔΑ και έχει παραδοθεί σε εισαγγελέα για περαιτέρω διερεύνηση, ενώ η έρευνα προχωρά συστηματικά, με έμφαση, όχι μόνο στις συνθήκες θανάτου, αλλά και στις περιουσιακές απώλειες που έχουν καταγραφεί.
Η περιουσία της ηθοποιού εκτιμάται ότι περιλαμβάνει αντικείμενα αξίας εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ, αλλά, φαίνεται πως έχουν εξαφανιστεί, με τα καταγεγραμμένα χρήματα να αγγίζουν μόνο τα 4.000 ευρώ, εντείνοντας τις υποψίες και απαιτώντας περαιτέρω έρευνα για να αποσαφηνιστεί τι ακριβώς συνέβη.
Επίσης, ο δικηγόρος επεσήμανε ότι η ιατροδικαστική έκθεση είναι ελλιπής και ότι πρέπει να ολοκληρωθεί για να πέσει φως στις πραγματικές αιτίες του θανάτου της ηθοποιού.
Ασάφειες γύρω από τη διαθήκη που άφησε η Μαίρη Χρονοπούλου
Ένα ακόμη θέμα που προέκυψε ύστερα από τον θάνατο της ηθοποιού είναι η διαθήκη της, η οποία περιέχει κάποιες περίεργες λεπτομέρειες που προκάλεσαν ερωτηματικά.
Σύμφωνα με τη δημοσίευση του Οργανισμού «Το Χαμόγελο του Παιδιού», η Μαίρη Χρονοπούλου άφησε ένα διαμέρισμα στον Άγιο Νικόλαο στην οικιακή βοηθό που τη φρόντιζε επί χρόνια, καθώς και το σπίτι της στο Κορωπί στον οργανισμό.
Επιπροσθέτως, η οικιακή βοηθός δικαιούται να λάβει 50.000 ευρώ από την περιουσία της, ενώ αναλαμβάνει να δώσει ορισμένα χρηματικά ποσά στους μάρτυρες που παρευρέθηκαν κατά τη σύνταξη της διαθήκης, κάτι που προσθέτει μία επιπλέον διάσταση αμφιβολίας και εντείνει τις συζητήσεις γύρω από την υπόθεση.
Πηγή